Ζ. Δ. Αϊναλής / Επιστολή πολύ προσωπική προς τον Ασημάκη Πανσέληνο, συγγραφέα του Τότε που ζούσαμε

 

«L’ autobiographie est le genre littéraire qui, par son contenu même, marque le mieux la confusion de l’auteur et de la personne, confusion sur laquelle est fondée toute la pratique et la problématique de la littérature occidentale depuis la fin du XVIIIe siècle. D’où l’espèce de passion du nom propre, qui dépasse la simple « vanité d’auteur », puisque, à travers elle, c’est la personne elle-même qui revendique l’existence.»

Philippe Lejeune, Le pacte autobiographique

 

«Τον παίδεψε κι αυτόν το όνειρο πολύ στη ζωή του.»

Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε

 

 

Να μιλήσουμε για παραδοχές; Ας μιλήσουμε για παραδοχές…

Rabelais     Danton

Ο μεγάλος καθρέφτης και στην κορυφή η επιγραφή. Κοιτάζω την προτομή μου, όπως εξέχει από τη μεταλλική επιφάνεια του τραπεζιού. Ακινητοποιημένη στον χρόνο μου. La vie n’a pas été gentille avec moi. Πόσο γέρασα μέσα σ’ αυτά τα τελευταία έξι-εφτά χρόνια! La vie n’est ni gentille, ni juste, connard !

    Σ’ αυτό το μικρό ταξίδι στον παλιό μου τόπο, τι γυρεύω; Όπου η νύχτα είναι πιο σκοτεινή κι οι άνθρωποι σκληρά ευγενικοί;

     Κοιτάζω μέσα μου βαθιά.

    Δεν μου αρέσει η ζωή μου. Έχω τελείως αποτύχει. Όχι με τα μέτρα της κοινωνίας, με τα δικά μου μέτρα και στα δικά μου μάτια. Τις νύχτες δεν κλείνω μάτι. Η πίεση με πνίγει στα μηνίγγια.

    Κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη κι αυτό που βλέπω με απογοητεύει.

    Η καθημερινότητα; Με αποκαρδιώνει.

    Οι τωρινοί μου συντοπίτες βυθισμένοι στην πνευματική οκνηρία, σαρακοφαγωμένοι απ’ τα μέσα από τον φόβο των εξαθλιωμένων και ενδεείς απέναντι σε κάθε τι το διαφορετικό αλλόφρονες ουρλιάζουν: ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ.

    Ξένος είμαι κι εγώ. Ξένος ήμουν πάντα. Ξένος έζησα σε όλα τα περιβάλλοντα τη ζωή μου, όσο μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου. Ξένος απ’ το σχολείο ακόμα, φορώντας πάντοτε την προσωπίδα για να μπορώ να επιβιώνω. Σε κάθε περιβάλλον, σε κάθε τόπο και μια καινούργια προσωπίδα. Έζησα όλη μου τη ζωή από παιδί αναζητώντας φίλους, «φίλους και ιδανικά. Είταν για μένα η φιλία το πιο σίγουρο αποκούμπι στη ζωή.» Τους ελάχιστους που αξιώθηκα, μετρημένοι στα δάχτυλα των δυο χεριών, τους απογοήτευσα ή με απογοήτευσαν. Τώρα σκοινοβατώ πάνω στην ίσαλο της καρδιάς μου – λίγο πριν την τελευταία υπόκλιση. 

    Ανεβαίνω αργά κάθε μεσημέρι βαρύς, με το σκούρο μπλε πανωφόρι μου και στο χέρι το χέρι της κόρης μου, την οδό Βερναρδάκη, πρώην Κουλμπάρας, μπατέρνοντας λιγάκι προς τα δεξιά, και σκέφτομαι πως αυτόν τον δρόμο ανεβοκατέβαινε πριν από εκατό τόσα χρόνια, έφηβη, η Μαρία Λύρα. Και δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι το χτυποκάρδι σου, ρε Ασημάκη! Νιώθω με την καρδιά του έφηβου που κάποτε υπήρξα την καρδιά σου να χτυπά στα στήθια σου, τ’ ανάμεικτα συναισθήματα –την αγωνία, την αποκοτιά, την προσμονή–,  όταν ζήτησες και σου έδωσε η Μαρία κείνο το βράδυ το λευκό χρυσάνθεμο το καρφωμένο στα μαύρα της μαλλιά. Προσπαθώ να σκεφτώ την παραληρηματική χαρά σου, την έξαψή σου όταν ξάπλωσες στο κρεβάτι σου χαράματα νιώθοντας, κρατώντας εκείνο το λευκό χρυσάνθεμο στα χέρια, πως κρατάς, παντοδύναμος, ολόκληρο το μέλλον στα χέρια σου, εύκαμπτο, να το κάνεις έτσι να το διαπλάσεις, όλο τον κόσμο, πώς είναι όλα πιθανά, πώς είναι όλα δυνατά. Και θυμάμαι πώς ένιωσα κάποτε κι εγώ έτσι, στην εφηβεία, στην πρώτη μου νιότη, πόσες φορές, σε διάφορες περιστάσεις. Τώρα ξαναγυρνώ στον καθρέφτη και βλέπω όλες τις υποσχέσεις που αθέτησα, όλα τα όνειρα που διέψευσα, όλες τις νεανικές ψευδαισθήσεις της παντοδυναμίας, όλα τα γραμμάτια που άφησα απλήρωτα, όλα τ’ ανεξόφλητα χρέη που θ’ αφήσω στο αύριο. Στα τριάντα εφτά μου, είμαι ένας σπασμένος άνθρωπος.    

    Κοιτάζω πίσω και πιάνω να χαράξω μια γραμμή. Πού να βρω το κουράγιο;

    Ρε μπαγάσα Ασημάκη, πού τη βρήκες τόση δύναμη να γράψεις τούτο το βιβλίο; Μια αυτοβιογραφία είναι ξεγύμνωμα, η διάπλατη έκθεση του πιο μύχιου εαυτού σου στον καθέναν. Δεν είναι ημερολόγιο να διαβαστεί μετά τον θάνατό σου. Μια αυτοβιογραφία τη γράφεις για να διαβαστεί όσο είσαι στη ζωή. Μνημονεύεις ανθρώπους και καταστάσεις, ονοματίζεις. Σκιαγραφείς μια πορεία πνευματική, ψηλαφείς, προσπαθείς να εξηγήσεις γιατί έγινες αυτό που έγινες, να δώσεις ένα νόημα στη ζωή σου εκεί όπου δεν υπάρχει κανένα. Να κάνεις τις μνήμες σου μνήμη.

    Θέλει μεγάλο θάρρος να υπογράψεις ένα βιβλίο. Να εκθέσεις τον εαυτό σου ανεπανόρθωτα σ’ έναν δυνητικά άπειρο αριθμό ανθρώπων, συγκαιρινών και μελλούμενων. Θέλει όμως ακόμα μεγαλύτερο θάρρος να υπογράψεις μια αυτοβιογραφία. Η ταυτότητα του συγγραφέα είναι, υπό μία έννοια, πάντα πλασματική και οριοθετείται με μιαν αφαίρεση: ένας συγγραφέας είναι εκείνος ο πραγματικός-ιστορικός άνθρωπος που αποφασίζει να τοποθετήσει στο εξώφυλλο ενός βιβλίου και στην πρώτη σελίδα του το όνομά του. Μέσα σε αυτή τη διπλή επανάληψη των λίγων γραμμάτων που αποτελούν το όνομά του, περικλείεται ολόκληρη η ταυτότητα του συγγραφέα. Με αυτή τη διπλή επανάληψη των λίγων γραμμάτων του ονόματός του, ο συγγραφέας προβαίνει σε μιαν ανάληψη ευθύνης – και χρησιμοποιώ εδώ αυτή την περίφραση με όλο το ειδικό βάρος της. Και δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερη ανάληψη ευθύνης από την υπογραφή μιας αυτοβιογραφίας, αφού με τον τρόπο αυτό ο πραγματικός-ιστορικός άνθρωπος επικυρώνει διπλά, ως ανθρώπινο ον και ως συγγραφέας, όχι μόνο όσα γράφει αλλά και όλα όσα έζησε, νοηματοδοτώντας έτσι για όλους τους συγκαιρινούς του το κομμάτι εκείνο της Ιστορίας που μοιράστηκε μαζί τους. Με έναν τρόπο, μετατρέποντας την προσωπική μνήμη σε κομμάτι της συλλογικής μνήμης, ο αυτοβιογραφούμενος συγγραφέας «αίρει τας αμαρτίας του κόσμου»…  

Φαντάζει τόσο παράξενα γοητευτικό που οι αριστεροί, αριστερίζοντες, αναρχικοί ονειρευτήκαν κάποτε μία παγκόσμια γλώσσα, μία παγκόσμια παιδεία, μία παγκόσμια λογοτεχνία. Και σίγουρα είναι γοητευτικό που αριστεροί, κάθε απόχρωσης, επιδόθηκαν με τέτοια συνέπεια στην αυτοβιογραφία –υπό μία έννοια αυτοί τη νομιμοποίησαν στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αι.–, κάνοντας κοινό κτήμα την παραδειγματική εξιστόρηση των όσων έζησαν και των όσων τους στιγμάτισαν. Θα μπορούσε ίσως και να ήταν αντιφατικό, αλλά δεν είναι. Κάποιοι θα βιάζονταν να πουν πως προσπάθησαν να περιχαρακώσουν το εγώ τους μέσα στα πλαίσια μιας ιδεολογίας που συνέθλιβε το ατομικό. Ανοησίες. «[το έργο μου] είναι η αντανάκλαση της Ιστορίας σ’ έναν άνθρωπο που βρέθηκε τυχαία στο διάβα της», έγραφε ο Αλέξανδρος Γκέρτσεν στο Παρελθόν και Στοχασμοί. Η όποια Αριστερά είχε εξαρχής συναίσθηση τόσο της Ιστορίας όσο και του ρόλου της εντός της. Θεωρώ, όμως, ότι οι αριστεροί –πάσης αποχρώσεως– και αναρχικοί συγγραφείς, υπηρέτησαν την αυτοβιογραφία έχοντας πλήρη επίγνωση πως τα γραφόμενά τους ενείχαν το κύρος της μαρτυρίας.

    Αυτή την ίδια επίγνωση έχει και ο Πανσέληνος στο Τότε που ζούσαμε. Το βιβλίο ξεκινά στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στη Λέσβο (1909; 1910;) με τις πρώτες παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα και ολοκληρώνεται με την αφήγηση των γεγονότων και της 10ης Αυγούστου 1944, όταν κινδύνευσε θανάσιμα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Είναι χωρισμένο σε δύο ισοβαρή μέρη. Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται στη Μυτιλήνη και καταλαμβάνει τα χρόνια από το 1909-1910 περίπου μέχρι το 1926. Το δεύτερο μέρος διαδραματίζεται στην Αθήνα και καταλαμβάνει τα χρόνια από το 1926 μέχρι και τη 10η Αυγούστου 1944. Τα δύο μέρη ως προς το συγγραφικό αποτέλεσμα είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους.

    Στο πρώτο μέρος ο Πανσέληνος κατορθώνει με μοναδική αφηγηματική δεξιοτεχνία να αναπλάσει το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής και μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η πόλη της Μυτιλήνης, με φόντο τη φυσική μικρασιατική ενδοχώρα της, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας, σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορικής τους πορείας, με απαράμιλλη τέχνη. Όλος ο πνευματικός και ιδεολογικός αναβρασμός του περάσματος στην ελληνική κυριαρχία, η συμμετοχή στις πολιτικές και πνευματικές διαμάχες του νέου κράτους, οι προσδοκίες και οι διαψεύσεις ενός ολόκληρου πληθυσμού από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η Καταστροφή και οι συνέπειές της· και παράλληλα, πλάι στα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που διαμορφώνουν τη ζωή των υποκειμένων, οι λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους, η παιδική ζωή, οι διάφοροι ανθρωπολογικοί τύποι, οι νεανικοί έρωτες, οι φιλίες και οι έχθρες, ο πνευματικός αναβρασμός πίσω από τη Λεσβιακή Άνοιξη και το διανοητικό της κλίμα συνθέτουν το μεγάλο νοσταλγικό πανόραμα μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί.   

    Το δεύτερο μέρος είναι αρκετά διαφορετικό. Φαινομενικά στο στυλ ή τις περιγραφές δεν έχει αλλάξει κάτι, όμως η ατμόσφαιρα αυτού του δεύτερου μέρους δεν είναι πια η ίδια με εκείνη του πρώτου μέρους. Ίσως να συμβάλλει σε αυτό και η μεγαλύτερη «αποσπασματικότητα» του υλικού. Υπάρχει πάντως μια σχετική σκληρότητα εδώ –ίσως μια απομυθοποίηση–  που δεν υπήρχε πριν. Τα χρόνια από το 1926 μέχρι το 1944 δεν καλύπτονται από το ίδιο εκείνο νοσταλγικό, αραχνούφαντο πέπλο που καλύπτει το πρώτο μέρος. Και υπό μία έννοια ούτε και θα μπορούσαν. Η διαφοροποίηση αυτή όμως δεν οφείλεται τόσο στη σοβαρότητα των γεγονότων της περιόδου (και η προηγούμενη περίοδος χαρακτηρίζεται, αν μη τι άλλο, από σημαντικότατα ιστορικά γεγονότα), όσο στην αλλαγή του ίδιου του πρωταγωνιστή. Αφενός ο συγγραφέας-αφηγητής-ήρωας δεν ζει πια στη μικρή, επαρχιακή πόλη της Μυτιλήνης, αλλά στην Αθήνα. Αναπόφευκτα, η μετοίκηση στη μεγάλη πόλη δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται και μια αναμενόμενη αίσθηση αποκοπής από τη μήτρα της κοινότητας. Αφετέρου, αισθανόμαστε, πώς έχει αλλάξει η προδιάθεση του ίδιου του συγγραφέα απέναντι στα αφηγούμενα. Υπάρχει δηλαδή μια αρκετά εμφανής μετατόπιση για την οποία μόνο εικασίες μπορώ να κάνω: αν ο Πανσέληνος δεν κρατούσε ημερολόγιο ή σημειώσεις, αν δηλαδή έγραψε το βιβλίο από το μηδέν το «καταχείμωνο του 1972 με ‘73» όπως μας πληροφορεί στο τέλος του βιβλίου, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε πως με μεγάλη συγγραφική δεξιοτεχνία επεδίωξε με συνέπεια και πέτυχε να σχολιάσει έμμεσα την αλλαγή που συντελέστηκε στον ίδιο. Κοινώς, ο συγγραφέας επιδιώκει μέσω της ελαφράς μετατόπισης της στάσης του αφηγητή του απέναντι στα πράγματα να σχολιάσει τις αλλαγές στον χαρακτήρα του ήρωά του (δηλαδή σε αυτόν τον ίδιο). Η μετοίκηση στην Αθήνα, το μεγάλωμα, η αποφοίτηση, ο βιοπορισμός, οι ιστορικές και προσωπικές συνθήκες: το εγώ που μιλά στο δεύτερο μέρος είναι ήδη πια ένα άλλο εγώ σε σχέση μ’ εκείνο του πρώτου μέρους.

    Κι όμως, στο τέλος, αυτά τα δυο διακριτά μέρη, ως δυο εποχές στην ανάπτυξη του ανθρώπου που αφηγείται, τοποθετούνται μαζί κάτω από τον ίδιο τίτλο: Τότε που ζούσαμε, στα χρόνια εκείνα που ζούσαμε. Πότε δηλαδή; Από το 1910 (περίπου) μέχρι τη 10η Αυγούστου του 1944. Γιατί τότε; Και κυρίως γιατί ο Πανσέληνος του 1972 αποφασίζει να σταματήσει εκεί; Υποψιάζομαι πως ο συγγραφέας δεν τολμά ν’ αφηγηθεί παρακάτω. Αρκείται σε μερικές μικρές νύξεις μόνο. Δεν αντέχει μάλλον να μπει στο δράμα της Καζέρτας, των Δεκεμβριανών, της Βάρκιζας, της Λευκής Τρομοκρατίας, του Δεύτερου Αντάρτικου, να πιάσει ν’ αφηγείται αναλυτικά. Ίσως και εκείνος πια ψυχοσυναισθηματικά, με το «κλείσιμο» του εαυτού μας που σηματοδοτεί το τελεσίδικο πέρασμα στις ευθύνες του ενήλικου εγώ μας, να μη μετείχε με τον ίδιο τρόπο στο ιστορικό γίγνεσθαι, ίσως να αισθανόταν πως οι προσλαμβάνουσές του είχανε χάσει κάτι απ’ το εύρος τους ή ίσως κάπως ότι η δική του εποχή είχε παρέλθει και να προσπαθεί να το επισημάνει αφήνοντας την αφήγησή του στο σημείο που την αφήνει.

    Υποψιάζομαι όμως, Ασημάκη, πώς υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Το συνειδητοποίησα διαβάζοντας τον Απρίλη, του φίλου σου του Άγγελου Τερζάκη. Παρόλο που τα δυο βιβλία είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο η μέρα με τη νύχτα, παρόλο που –ιδίως στα παλαιότερα μέρη τους– αποτυπώνουν μια ατμόσφαιρα πνευματική και υλική τόσο ριζικά διαφορετική ώστε, μέσω της σύγκρισης, να γίνεται αμέσως αντιληπτό το χάσμα που χώριζε τους δύο κόσμους των ελληνόφωνων μέχρι το 1920, παρόλα αυτά, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: α) χρονικά, την αίσθηση πως τα αφηγούμενα περιγράφουν τα κρίσιμα χρόνια που καθόρισαν τη συγκρότηση της ταυτότητας των συγγραφέων και β) υπαρξιακά, την αίσθηση πως το τέλος του αφηγημένου χρόνου σηματοδοτεί και το τέλος της εποχής της νιότης, της ξεγνοιασιάς. Αυτό το τελευταίο βέβαια σχηματικά, διότι κάθε άλλο παρά ξέγνοιαστα και ανέμελα ήταν τα χρόνια και τα περιστατικά που αφηγούνται και οι δύο. Αναφέρομαι στην αίσθηση που αφήνουν στον αναγνώστη τόσο ο Απρίλης όσο και το Τότε που ζούσαμε, αίσθηση δηλωτική ενός τέλους εποχής. Τόσο σε επίπεδο προσωπικό όσο και σε επίπεδο συλλογικό. Φυσικά, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Το βιβλίο του ο Τερζάκης το γράφει και το δημοσιεύει πολύ κοντά χρονικά στα γεγονότα που αφηγείται και το καταθέτει ακριβώς ως κάτι τέτοιο: το πέρασμα από την παιδικότητα, τη νεότητα στην ενηλικίωση. Εσύ, απ’ την άλλη, το δημοσιεύεις σε πολύ προχωρημένη ηλικία, πόσο ήσουν τότε που το ‘βγαλες εβδομήντα; Εβδομήντα-ένα; Γι’ αυτόν τον λόγο, η δημοσίευσή του δεν είναι για σένα μια τελετή μύησης, αλλά η διάσωση της Κιβωτού της Διαθήκης. Ποιος ήθελες να βρει και να διαβάσει τις πέτρινες πλάκες με τις Δέκα Εντολές σου, Ασημάκη; Ποιος ήθελες να σε καταλάβει, να καταλάβει γιατί έγινες ο άνθρωπος που έγινες διαβάζοντας την προσωπική σου εξιστόρηση των χρόνων που ζούσες; Και γιατί υπονοείς ότι μετά σταμάτησες να ζεις (αφού το «τότε που ζούσαμε» έρχεται μοιραία σε σιωπηρή αντιπαράθεση με ένα «μετά από αυτό δεν ζούσαμε»); Εσύ ο ίδιος γράφεις βέβαια στο «Απόσωμα» πώς και μετά απ’ αυτά συνέχισες, προφανώς, να ζεις, αλλά η αίσθηση που μένει στον αναγνώστη είναι πως τα σημαντικά είχαν, για σένα, πια παρέλθει.  

     Και σκέφτομαι εδώ τον σπουδαίο και πρόωρα χαμένο mangaka gekiga, Καμίμουρα Καζούο, ο οποίος στο συγκλονιστικό έργο του Τότε που ζούσαμε μαζί (Dōsei jidai, 1972-1973, γραμμένο στα ίδια ακριβώς χρόνια με το Τότε που ζούσαμε του Πανσέληνου!) επιδιώκει περίπου το ίδιο αποτέλεσμα. Τα δύο έργα είναι τόσο απομακρυσμένα μεταξύ τους όσο μπορούν να είναι τα έργα ενός Μυτιληνιού συγγραφέα και ενός Γιαπωνέζου mangaka, και ωστόσο επικοινωνούν με έναν παράξενο τρόπο στο πεδίο της ενδοσκόπησης. Βέβαια, την ίδια εκείνη εποχή πολλά έργα με ανάλογη πρόθεση –και όχι μόνο λογοτεχνικά– κάνουν διεθνώς την εμφάνισή τους, εκεί στη δεκαετία του 1970. Ίσως να ήταν αυτή η ανάγκη ενδοσκόπησης, η κατανόηση του παρελθόντος και η μεταβίβασή του, η συμμετοχή στη συλλογική μνήμη και η μετατροπή της προσωπικής μνήμης σε συλλογική, μια ανάγκη εγγενής της εποχής. Το πιο ενδιαφέρον στην παραπάνω σύγκριση είναι ο τίτλος. Το Τότε που ζούσαμε μαζί του Καμίμουρα Καζούο μας αποκαλύπτει αυτό που αισθανόμασταν από την αρχή ως αναγνώστες πως μας έλειπε από τον τίτλο του Πανσέληνου: το «μαζί». Αυτό το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο προφανώς προϋποθέτει εμμέσως το «μαζί», αφού σε τελική ανάλυση προτάσσει μια συλλογική ταυτότητα, ένα «εμείς», όπως κι αν αυτό το τελευταίο νοείται. Ο συγγραφέας υπογράφει λοιπόν ατομικά ένα έργο του οποίου ο τίτλος αναφέρεται, δίνει φωνή σ’ ένα συλλογικό «εγώ», στο «εμείς» μιας συλλογικής ταυτότητας, υπογραμμίζει τη συνθήκη μιας συμβίωσης. Φρονώ, λοιπόν, πώς ο Πανσέληνος επιλέγει να σταματήσει την αφήγησή του στο χρονικό σημείο εκείνο που ο ίδιος πιστεύει συνειδητά ή συναισθάνεται ασυνείδητα ότι σταματά η προσωπική συμμετοχή του σ’ εκείνο το συλλογικό «εμείς» του τίτλου. ΄Η παραφράζοντας ελαφρώς τη φράση του Philippe Lejeune που χρησιμοποίησα ως μότο: η αυτοβιογραφία οδηγεί αλλά και εκπορεύεται από κάποιου είδους πάθος για το κύριο όνομα, μέσω του οποίου το ίδιο το πρόσωπο αξιώνει την ύπαρξη.  

    Ο Πανσέληνος εφαρμόζει σε όλο το βιβλίο σταθερά και με συνέπεια μια μάλλον απλή αλλά πολύ επιτυχημένη αφηγηματική στρατηγική: εναλλάσσει παντού τον Ενεστώτα και τον ιστορικό Ενεστώτα με τον Παρατατικό. Δεν εννοώ ότι δεν υπάρχουν περιστασιακά άλλοι γραμματικοί χρόνοι στην αφήγηση, εννοώ απλώς ότι αυτοί οι τρεις είναι οι δεσπόζοντες. Αυτή η στρατηγική, φαινομενικά απλή, επιτυγχάνει, χάρη στη συνέπεια με την οποία εφαρμόζεται, να δημιουργεί διαφορετικά χρονικά επίπεδα και πεδίο βάθους, όπως περίπου το κατορθώνει ο Αντρέι Ταρκόφσκι στον Καθρέφτη (Зеркало, 1974) παίζοντας με τα χρώματα: ασπρόμαυρο, σέπια, έγχρωμο, όπου κάθε ένα από τα τρία χρωματικά επίπεδα είναι δηλωτικό μιας διαφορετικού τύπου ανάμνησης ή κατάστασης. Έτσι, στο βιβλίο συνυπάρχουν τρεις χρόνοι: το αφηγηματικό «τώρα» του συγγραφέα (1972-1973), το «τότε» του αφηγημένου χρόνου (1910-1944) και το «ιστορικό τώρα» του «τότε».

    Ο Ενεστώτας είναι ο χρόνος του σχολιασμού, ο χρόνος που ο συγγραφέας από τη χρονική κορυφή του 1972-1973 κοιτάζει πίσω και επεμβαίνει στα αφηγούμενα για να τα σχολιάσει ή να υπογραμμίσει κάτι από την οπτική του δικού του παρόντος (και όχι του «παρόντος» της ιστορίας που αφηγείται). Ο βασικός χρόνος της κύριας αφήγησης είναι ο Παρατατικός, ο γραμματικός χρόνος του «τότε», της εποχής εκείνης «που ζούσαμε», μιας εποχής κλειστής, αποπερατωμένης, αλλά με διάρκεια. Ο συγγραφέας σπάει τη γραμμικότητα του Παρατατικού με τον εξής τρόπο:

    Ενώ η κυρίως αφήγηση διεξάγεται σε Παρατατικό, ο συγγραφέας ανεπαίσθητα «γυρίζει» τον γραμματικό χρόνο σε ιστορικό Ενεστώτα, αλλάζοντας έτσι την οπτική γωνία και τον χρωματισμό, μεταφέροντάς μας μέσα στην ανάμνηση, ζωντανεύοντάς την σαν να διεξάγεται σε πραγματικό, παροντικό χρόνο, επιτρέποντάς μας να παρακολουθήσουμε με τα ίδια μας τα μάτια, σαν να ήμασταν παρόντες, μια παρελθοντική σκηνή, φυλαγμένη στη δική του μνήμη. Δημιουργεί έτσι ένα πεδίο βάθους μέσα στο παρελθόν του Παρατατικού. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει να μας κάνει κοινωνούς των αναμνήσεών του. Μετατρέπει του αναγνώστες σε αυτόπτες μάρτυρες γεγονότων και συμβάντων μιας άλλης εποχής, μετατρέπει τις προσωπικές του μνήμες σε συλλογική μνήμη.     

    Και σε μια αντίστροφη πορεία, ενώ οι προσωπικές μνήμες «ανοίγονται» με τέτοιον τρόπο ώστε να καθίστανται συλλογική μνήμη, οι συλλογικές μνήμες του αφηγηματικού «τότε» κατατίθενται, σχεδόν πάντα, υπό το πρίσμα της ατομικής εμπειρίας:

   

     «Στα 1936, Αυγούστου 4, ώρα μεσημέρι, βρισκόμαστε με την Έφη σ’ ένα από κείνα τα κόκκινα τραμ, που διασκίζουν και σήμερα ακόμα, θαρρώ, το Ρινγκ της Βιέννης. Πότε ψιλόβρεχε εκείνη τη χαρούμενη βροχή του καλοκαιριού, πότε έβγαινε μέσα από τα σύννεφα ένας άτονος ήλιος και τύλιγε με ωχρή φωτοσκίαση την παλιά πολιτεία, τα χτίρια, τ’ αγάλματα και τα πάρκα, εκεί που η αρχοντική ψυχή της βρυκολάκιασε και δεν μπορεί να πεθάνει. […] Γυρίζαμε λοιπόν από μια επίσκεψη τις περίφημες εργατικές πολυκατοικίες που είχε χτίσει ο σοσιαλιστικός Δήμος της Βιέννης Marxhoff, Engelshoff κλπ. […] ο φίλος μας ο Bernhard Sigal, Εβραίος φοιτητής που μας ξεναγούσε, προφήτευε μελαγχολικά πώς ο κόσμος όλος θα περάσει από την κόλαση του φασισμού, πριν δει θεού πρόσωπο. […] Τα τραμ κουδουνίζαν κατάφορτα […] Κι ο ίδιος, πάντα, εφημεριδοπώλης, σαν κάθε μέρα όξω από την Όπερα, διαλαλούσε τη μεσημεριάτικη έκδοση: «Telegraf», «Telegraf», με μαλακιά φωνή πένθιμη, όμως κάτι άρπαζε σήμερα το αφτί του Bernhard και τον έκανε να πηδήξει από το τραμ, ν’ αρπάξει ένα φύλλο στα πεταχτά και να γυρίσει στη θέση του. Staatsrecht imGriechenland! φώναζε σήμερα ο εφημεριδοπώλης […] Εμάς κοπήκαν τα γόνατα κι η μιλιά μας. Τι διάβολο το θέλαμε τούτο το ταξίδι, με ελάχιστα χρήματα, το πιο πολύ βερεσέ […]; Κατά τα άλλα, όλα είταν ήρεμα γύρω μας εκείνη τη μέρα, στις 4 Αυγούστου 1936, στη Βιέννη.» (Τότε που ζούσαμε, Κέδρος, 1986, 18η έκδοση, σ. 243-244.) 

    

    Ο άνθρωπος ο ίδιος είναι που νοηματοδοτεί πάντοτε την Ιστορία. Και τη νοηματοδοτεί με όσα λέει και με όσα δεν λέει, με όσα πράττει και με όσα δεν πράττει εντός του ιστορικού παρόντος του. Και τούτες τις σκοτεινές μέρες που φασίστες νέμονται την Εξουσία, αδίστακτοι και διψασμένοι, όπως πάντα, για αίμα και για φράγκα, που ετοιμάζονται πυρετωδώς για να μας κάνουν όλους, ακούσια ή εκούσια, συνένοχους στο ξαναζέσταμα των φούρνων του Άουσβιτς και του Νταχάου, σήμερα που ο Φασισμός, μετά από συστημική υπερπροσπάθεια τριάντα χρόνων, δείχνει όπως και τότε, τα δόντια του, χαμηλώνω το ανάστημα, Ασημάκη, σκύβω με προσοχή στον ζυγιασμένο λόγο σου ν’ αντλήσω δύναμη και εμπειρία, προσπαθώ να καταλάβω. 

« […] Και μολαταύτα δε θέλω να πω πως δεν υπήρξαν φαινόμενα μισοξενίας και στον τόπο μου. Θα είταν έξω από τα όρια της ανθρώπινης φύσης. Και μη δα δεν είταν μισοξενία κι εκείνος ο ακατανόητος τοπικιστικός σωβινισμός των διανοούμενών μας; Πλην έφριξα κάποτε όταν βρέθηκα σε μια εκδρομή στη Βυτίνα της Πελοπόννησος κι άκουσα μια γυναίκα να φοβερίζει το νιάνιαρό της «πώς θα ‘ρθει ο πρόσφυγας να σε πάρει» και κείνο να κατουριέται από το φόβο.

    Τη θεριωδία στον τόπο μας την ασκούσανε «ειδικοί» κι είταν θεριωδία ποιότητας. Σε καμιά γωνιά του νησιού μας δε θα πουν στο παιδί τους πώς θα το πάρει ο πρόσφυγας. Υπάρχει μια αδίδαχτη ψυχική και πνευματική καλλιέργεια. Και τους πολιτικούς φανατισμούς αργότερα τους υποκίνησαν ξενομερίτες, εισαγγελέηδες, δικαστές, νομάρχες και χωροφύλακες. Γι’ αυτό λοιπόν λένε οι Μυτιληνιοί στο παιδί τους: «θα σε πάρει ο χωροφύλακας».» (ο.π., σ. 115-116) 

   

    Βαθιά μεσάνυχτα και κάτω απ’ το παράθυρό μου ακούγονται οι φωνές του μίσους: κάψτε τους, πετάχτε τους στη θάλασσα, να πνιγούν ρε, ΝΑ ΠΝΙΓΟΥΝ, να γυρίσουν στις πατρίδες τους, Λαθρό σκουλήκια, θάνατος στους εισβολείς!- κι έχω ανάγκη ρε Ασημάκη να ξαναγυρίσω στις εξαγνιστικές σελίδες σου, στη ζεστασιά του χιούμορ σου, στην τρυφερότητά σου, να πάρουν απ’ τα μάτια μου το πέπλο της οργής που τα τυφλώνει. Να βρω τη δύναμη αύριο να κατεβώ στον καφενέ, να πιω έναν καφέ, να πω μια καλημέρα.  

 

Παρίσι – Μυτιλήνη

3/2 – 17/2 2020

 

Ζ. Δ. Αϊναλής, «Επιστολή πολύ προσωπική προς τον Ασημάκη Πανσέληνο, συγγραφέα του Τότε που ζούσαμε», Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 4 (Λογοτεχνία της Λέσβου), Απρίλης 2020, σ. 36-48.

Σχέδιο: Αλέξανδρος Καραβάς