Στον Διαμαντή Καράβολα
Οι θάνατοι, οι ακρωτηριασμοί, τα βασανιστήρια, αφθονούν στο μυθιστόρημα του Γιάροσλαβ Χάσεκ Οι Περιπέτειες του Καλού Στρατιώτη Σβέικ. Φαντάροι αποκεφαλίζονται, ιερείς ανατινάζονται, σύζυγοι μαχαιρώνονται, υπάλληλοι αυτοκτονούν, παιδιά απαγχονίζονται και όλα αυτά σ’ ένα ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα. «Η μια κουβέντα έφερε την άλλη κι εγώ τη χτύπησα κάμποσες φορές στο κεφάλι με το φτυάρι και την συγύρισα τόσο καλά που μετά δεν ήξερα αν είναι αυτή η θεία μου για αν δεν είναι. Κάθισα, που λέτε, καταγής, κι αναρωτιόμουνα. Είναι τούτη δω η θεία μου για δεν είναι η θεία μου;»1 Πώς γίνεται το κωμικό να ξεπερνά σε ένταση τη φρίκη; Τι ακριβώς κάνει ο Σβέικ και πού στο διάβολο κρύβεται το αστείο σε αυτό που κάνει;
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Κάρελ Κόσικ, ο Σβέικ αντιπαρατίθεται. Για τον Κόσικ ο κοινός τόπος του χασκικού και του καφκικού κόσμου είναι ο Μηχανισμός, η ανώνυμη υπόγεια δύναμη. Στις Περιπέτειες του Καλού Στρατιώτη Σβέικ ο Αρχιδούκας Φερδινάρδος δολοφονείται στο Σεράγεβο. Τη στιγμή εκείνη ο Μηχανισμός μπαίνει σε λειτουργία. Αυτή την απάνθρωπη δύναμη που μετατρέπει τον κόσμο σε ανθρώπινο θηριοτροφείο αντιμάχεται ο Σβέικ. «Μετά από αυτόν το λόγο η μπάντα έπαιξε τον αυστριακό ύμνο, όλοι φωνάξανε Ζήτω του αυτοκράτορα, και μια ομάδα απ’ αυτά τα ανθρώπινα σφαχτάρια πήρε το δρόμο των σφαγείων κάπου πέρα απ’ το Μπουγκ ακολουθώντας το σχέδιο που είχε χαραχτεί.»2 Ο καλός στρατιώτης Σβέικ ενσαρκώνει την ανθρώπινη βούληση που υπερβαίνει τον Μηχανισμό και εντέλει τον υλικό κόσμο. Ο παντοδύναμος Μηχανισμός, προσαρμόζει τον άνθρωπο στις ανάγκες του, τον τροποποιεί σύμφωνα με τη λογική του και τον εξαναγκάζει να υιοθετήσει συγκεκριμένες συμπεριφορές.3 Στη δομή του Μηχανισμού εντοπίζει ο Κόσικ τις ομοιότητες των έργων του Γιάροσλαβ Χάσεκ και του Φραντς Κάφκα. Αυτό που διαφέρει ριζικά είναι η στάση του Γιόζεφ Σβέικ κα του Γιόζεφ Κ. απέναντι στον ίδιο τον Μηχανισμό.
Πόσο, όμως, συμβαδίζει η ερμηνεία του Κόσικ με τη θέληση του ίδιου του συγγραφέα; Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ σημειώνει στον επίλογο του πρώτου μέρους των Περιπετειών: «το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι βοήθημα για σαλονίσια συμπεριφορά, ούτε διδαχτικό βιβλίο που μαθαίνει τους ανθρώπους ποιες εκφράσεις πρέπει να μεταχειρίζονται στις κοινωνικές τους σχέσεις. Είναι ιστορική εικόνα μιας δοσμένης εποχής.»4 Για τον Χάσεκ «ο καλός στρατιώτης Σβέικ» δεν ενσαρκώνει ένα σύμβολο απέναντι σ’ ένα άλλο σύμβολο, δεν είναι ο ιδεατός άνθρωπος απέναντι στον Μηχανισμό. Ο Σβέικ είναι μια τυχαία μονάδα σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Για τον Κόσικ, ο Μηχανισμός, με ατσάλινο χέρι, οργανώνει τους ανθρώπους σε τάγματα, συντάγματα και στρατούς και τους μεταφέρει στο μέτωπο.5 Ο Μηχανισμός ρυθμίζει τις τύχες των ανθρώπων και τους οδηγεί στον θάνατο. «Οι βροχές και τα νερά που κατεβάζανε οι γύρω πλαγιές είχαν ξεθάψει στις άκρες των λάκκων κουρέλια από αυστριακές στολές. Μετά τη Νόβα Τσάμπινα, στα κλαδιά μιανού γέρικου έλατου, κρεμότανε η αρβύλα κάποιου αυστριακού στρατιώτη με ένα κομμάτι πόδι.»6 Αν και είμαι σίγουρος ότι ο Χάσεκ θα συμφωνούσε απόλυτα πως προορισμός είναι ο θάνατος, σίγουρα θα είχε αντιρρήσεις σχετικά με το κατά πόσον ο Μηχανισμός έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς φτάνει κανείς μέχρι εκεί.
Ο σιτιστής Βάνιεκ, την ώρα που ο Σβέικ τον πιέζει να πάει στην αποθήκη να φορτώσει κονσέρβες, επειδή ο λόχος τους φεύγει άμεσα για το μέτωπο, του λέει: «Πώς θα ξεκινήσουμε χωρίς βαγόνια; Μπροστά μου τηλεφωνούσανε στον σταθμό. Εκεί δεν έχουμε μήτε ένα βαγόνι περισσό. Τα ίδια γίνανε και με την περασμένη αποστολή. Δύο μερόνυχτα περιμέναμε τότες στο σταθμό ίσαμε να μας λυπηθούνε και να μας στείλουνε ένα τραίνο. Μετά δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Ούτε κι ο συνταγματάρχης δεν το ήξερε. Φέραμε γύρα ολάκερη την Ουγγαρία μα κανένας δεν ήξερε πού έπρεπε να πάμε, αν έπρεπε να πάμε στη Σερβία ή τη Ρωσία. Σε κάθε σταθμό τηλεφωνούσανε στο επιτελείο μας, και ‘μεις ήμασταν στοιβαγμένοι σαν ζώα και περιμέναμε. Στο τέλος μας στείλανε πίσω να ανασχηματιστούμε.»7
Είναι πράγματι τόσο παντοδύναμος ο Μηχανισμός ή μήπως είναι ένα ξεκούρδιστο ρολόι, μια πυξίδα που δεν δείχνει ποτέ τον Βορρά; Στο έργο του Χάσεκ, σελίδα τη σελίδα, ο Μηχανισμός αποσυντίθεται ή -καλύτερα- αποδομείται. «Ο διοικητής της ταξιαρχίας τρελάθηκε. Μεταφέρθηκε στη Βιέννη μετά που έστειλε δεξιά και αριστερά καμιά δωδεκαριά τέτοια τηλεγραφήματα σαν κι αυτό που λάβατε κι εσείς. Στη Βουδαπέστη θα βρείτε σίγουρα κι άλλα τηλεγραφήματα που πρέπει να ακυρωθούν μα ακόμα δεν λάβαμε την σχετική διαταγή.»8
Δεν είναι, λοιπόν, το ατσάλινο χέρι που σπρώχνει τους ανθρώπους προς το μέτωπο, είναι ο λασπωμένος χείμαρρος που παρασέρνει στο πέρασμά του άλογα, τρένα, φαντάρους, τουαλέτες, στρατιωτικές κουζίνες και στρατηγούς και τους αποθέτει στην πρώτη γραμμή σαν φερτά υλικά. Ο Μηχανισμός έχει καταρρεύσει. Πίσω του εμφανίζεται το Χάος. Σταδιακά, από τη σύλληψη του Σβέικ για εσχάτη προδοσία στην ταβέρνα του γέρο-Πάλιβετς, τον εγκλεισμό του στο τρελοκομείο, μέχρι την πολυσέλιδη αναφορά σύλληψης για κατασκοπεία από τον αστυνόμο στο Πούτιμ, το Χάος καταλαμβάνει όλο τον σβεικό κόσμο. «Ο Δρ. Μραζ τα ‘χε κάνει κυριολεκτικά μούσκεμα. […] Κοιτάζοντας τα χαρτιά του, του φάνηκε πως του περισσεύανε δυο κουζίνες εκστρατείας. Ανατρίχιασε σύγκορμος βρίσκοντας πως τα άλογα του πολλαπλασιάζονταν χωρίς να καταλαβαίνει με ποιο τρόπο και πώς, απ’ τον κατάλογο των αξιωματικών του λείπανε δυο νεαροί αξιωματικοί.[…] Απ’ όλο αυτό το χάος πήγαινε να σπάσει το κεφάλι του.»9 Μέσα σε αυτό το Χάος κανείς -ούτε καν ο Χάσεκ- δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Αυτό το ξέρει ο Σβέικ το ξέρουν και οι σύντροφοί του. «Και κάπου από τα βάθη της ιστορίας έφτασε η αλήθεια ίσαμε την Ευρώπη: πως το αύριο θα γκρεμίσει και του σήμερα τα σχέδια.»10
Στις Περιπέτειες του Καλού Στρατιώτη Σβέικ μόνο μια πρόβλεψη δεν αμφισβητείται: πως ο θάνατος θα είναι φρικτός και πως τα κοράκια θα χορτάσουν με τα μάτια απ’ τα κουφάρια των φαντάρων. Σ’ αυτόν τον κόσμο ο Σβέικ δεν προσπαθεί ούτε να αντιπαρατεθεί ούτε να τον ανοικοδομήσει. Αυτό το προσπάθησε ο Χάσεκ. Συνήθως οι συγγραφείς περιγράφουν ένα κόσμο που υπάρχει μόνο στις αισθήσεις τους. Αντίθετα ο Χάσεκ περιγράφει έναν κόσμο υπαρκτό τον οποίο γνώρισε και αγάπησε όσο λίγοι. Είναι αυτό ακριβώς που προσδίνει στο έργο του αιωνιότητα πέρα από τόπο και χρόνο.11 Φυλλομετρώντας τη ζωή του Γιάροσλαβ Χάσεκ, διαπιστώνουμε πως στα σαράντα χρόνια που έζησε, πρόλαβε να αποβληθεί από το γυμνάσιο, γιατί συμμετείχε σε διαδηλώσεις εναντίον της κεντρικής εξουσίας της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, να δουλέψει σε φαρμακείο, να τελειώσει την Εμπορική Ακαδημία, να δουλέψει σε τράπεζα, ν’ απολυθεί απ’ την τράπεζα, να ταξιδέψει, να γοητευθεί απ’ την αναρχία, ν’ απομακρυνθεί από την αναρχία, να προσληφθεί ως συντάκτης ύλης στον Κόσμο των Ζώων, ν’ απολυθεί επειδή δημοσίευε άρθρα για φανταστικά ζώα, να παντρευτεί, να κάνει ένα παιδί, να εξαφανιστεί απ’ το σπίτι του, να επιστρέψει στο ποτό και τα ταξίδια. Ανάσα. Να ιδρύσει ένα Κυνολογικό Ινστιτούτο και να καταλήξει στα δικαστήρια για απάτες σχετικές με τα πιστοποιητικά γεννήσεως των σκύλων, να καταταχθεί στον στρατό με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να αιχμαλωτιστεί απ’ τους Ρώσους, να ενταχθεί στη Τσεχοσλοβάκικη Λεγεώνα στον αγώνα εναντίον της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας, να επιστρέψει στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, να καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό, να προαχθεί στη θέση του αναπληρωτή αρχηγού του Πολιτικού τμήματος της 5ης Στρατιάς, να διοριστεί διοικητής της πόλης Μπουγκουλμά, να παντρευτεί για δεύτερη φορά, να τα παρατήσει όλα, να επιστρέψει στη Τσεχοσλοβακία και -στα 1923- να πεθάνει αλκοολικός τρεις μέρες μετά το τελευταίο πάρτι που διοργάνωσε για τους φίλους του.12 Στο διάστημα αυτό γράφει αμέτρητα κείμενα και περισσότερα από χίλια διακόσια διηγήματα τα οποία αποδεικνύουν πως ο Χάσεκ έζησε σε βάθος την πολιτική ζωή των αρχών του 20ου αιώνα. Γι’ αυτόν, κανένα σύστημα δεν είναι έγκυρο, οι θεσμοί αυτής της κοινωνίας δεν αξίζουν τίποτα και το Χάος κυβερνά χωρίς διακρίσεις, ανάμεσα στην ηθική και την ουτοπία, το Καλό και το Κακό, την ηλιθιότητα και την εξυπνάδα. Αν αυτός ο κόσμος μπορεί να σωθεί, θα σωθεί μόνο αν ο άνθρωπος μάθει μόνος του να επιβιώνει μέσα στη χαοτική πραγματικότητα. Κι ο Σβέικ προσθέτει με επισημότητα: «Στους σταθμούς κλέβανε και θα κλέβουνε. Αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουνε.»13
Καθένας είναι μόνος μέσα στο Χάος και μόνος μαθαίνει να επιβιώνει. Τίποτα το μεταφυσικό δεν λυτρώνει τον άνθρωπο και την πραγματικότητα. Οι πράξεις του Σβέικ καθοδηγούνται από το παρόν και δεν έχουν τις ρίζες τους πουθενά αλλού παρά μόνο σε αυτόν τον κόσμο. Στόχος είναι να ξεριζωθεί κάθε ελπίδα απ’ τις καρδιές των μελλοθάνατων. Ο στρατιωτικός ιερέας [Φελντκουράτ] Κατς λέει: «Δεν ντρεπόσαστε να χασκογελάτε, να βήχετε και να ξεροβήχετε, να σέρνετε τα πόδια σας μπροστά μου; Εγώ αντιπροσωπεύω την Παναγία την Παρθένα, τον κύριο ημών Ιησού Χριστό και τον Πατέρα Θεό, βρε κωθώνια!»14 Όταν ο Σβέικ του ανακοινώνει ότι η λειτουργία που τέλεσαν μαζί είναι άκυρη, επειδή ο ίδιος είναι άθεος, ο Φελντκουράτ Κατς σωπαίνει για λίγο κι έπειτα του λέει: «Πήγαινε να πιείς το κρασί της λειτουργίας που περίσσεψε στο μπουκάλι και φαντάσου πως ξαναγύρισες την αγκαλιά της εκκλησίας.»15 Από πολύ νωρίς σε αυτό το μυθιστόρημα ο Χάσεκ απομαγεύει τα θεία μυστήρια, αποκαθηλώνει τα σύμβολα και την ιερότητα της πίστης, αφήνει τους ήρωές τους -και τους αναγνώστες του- να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους· «Μην ελπίζετε», είναι σαν να τους λέει «δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω».
Έτσι λοιπόν, στην ερώτηση τι πραγματικά κάνει ο Σβέικ σε αυτόν τον κόσμο η απάντηση είναι απλή. Επιβιώνει. Και πώς στο διάβολο επιβιώνει κανείς μέσα στο Χάος; Μαθαίνοντας πώς δημιουργήθηκε. Όταν το εκλογικεύεις, όταν το συγκρίνεις με μια προτέρα κατάσταση.16 Αυτό εξηγεί κι ο Σβέικ στους συντρόφους του όταν μαθαίνουν πως, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, η Ιταλία κήρυξε κι αυτή τον πόλεμο στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. «Τώρα μας χρειάζεται ένας καινούριος Ραντέντσκυ […]. Όταν χώνεσαι κάπου πρέπει να ξέρεις τί γίνεται ένα γύρο για να μην την πατήσεις και καταστραφείς. Μια φορά στο σπίτι μας, όχι σ’ αυτό που κάθομαι τώρα σ’ ένα πιο παλιό πιάσανε στη σοφίτα ένα κλέφτη. Ο κλέφτης αυτός την ώρα που ανέβαινε είχε προσέξει πως τον φωταγωγό τον διορθώνανε και είχε σκαλωσιές. Τους ξέφυγε το λοιπόν και γλίστρησε από τις σκαλωσιές στο φωταγωγό κι έφτασε κάτω κάτω κι εκεί την έπαθε για τα καλά. Δεν είχε από πού να βγει. Ο πατερούλης μας όμως ο Ραντέτσκυ τα ήξερε απέξω κι ανακατωτά όλα τα λημέρια. Κανένας δεν μπορούσε να τόνε πιάσει.»17
Μέσα στο Χάος επιβιώνει μόνος του κανείς και όποιος θυμάται πώς έφτασε στο Χάος, έχει υψηλότερες πιθανότητες επιβίωσης. Οι προσωπικές μνήμες, λοιπόν, είναι το κλειδί της επιβίωσης κι αυτές χρησιμοποιεί ο Σβέικ. Η σειρά των εγκιβωτισμένων αφηγήσεων αποτελούν μιαν ερμηνεία της πραγματικότητας. Γι’ αυτό ο Σβέικ είναι πρώτα και πάνω από όλα οι ιστορίες που λέει. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε ποιος είναι γιατί στην ουσία του -όπως κάθε άνθρωπος- είναι ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων, ένα σωρός ερειπίων της μνήμης. «Ο Σβέικ βυθίστηκε στις αναμνήσεις. Ερχόταν εδώ συχνά πριν από τον πόλεμο. […] Αντίθετα οι συνοδοί του Σβέικ δεν είχαν αναμνήσεις. Δεν είχαν τίποτα να θυμηθούνε. Όλα ήταν καινούρια γι’ αυτούς.»18 Ο Σβέικ, λοιπόν, δεν είναι ο άνθρωπος που αντιδρά, είναι ο άνθρωπος που απλώς επιβιώνει και οι Περιπέτειες του Καλού Στρατιώτη Σβέικ στον Μεγάλο Πόλεμο είναι ένας οδηγός επιβίωσης.
Και, έτσι, όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο τελευταίο σκέλος του ερωτήματος. Ας δεχτούμε πως με ατελείωτους μονολόγους και εξωφρενικές ιστορίες ο Σβέικ ακινητοποιεί για μια στιγμή το Χάος και δίνει χώρο στη σύγκριση, η οποία αναδεικνύει το παράλογο και το γκροτέσκο της κατάστασης. Όμως που στο διάβολο είναι το αστείο σε όλο αυτό; Πώς μπορεί κάποιος να αστειεύεται και να γελάει με τα εκατομμύρια των νεκρών, με τον πόνο και τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Μεγάλος Πόλεμος; Πώς γίνεται τα πράγματα να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από σοβαρά; Σε αυτή μου τη δήλωση σίγουρα ο Σβέικ θα συμφωνούσε απόλυτα. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά σοβαρά. Ο αναίτιος θάνατος κι ενός ανθρώπου μόνο δεν είναι παίξε-γέλασε. Ή μήπως είναι; «Ένας δεκανέας με καλοστριμμένο μουστάκι -σ’ αυτό κρεμότανε όλη η παλληκαριά του- έσκυφτε προς τα έξω ακουμπώντας στους φαντάρους που καθόντουσαν κατάχαμα κ είχανε τα πόδια τους κρεμασμένα έξω από το τραίνο. Έκανε τον μαέστρο και ξελαρυγγιαζότανε κι αυτός. […] Πάνω στην ώρα έχασε την ισορροπία του πετάχτηκε από το βαγόνι κι έπεσε με όλο του το βάρος πάνω στον σιδεροδοκό που κανονίζει τις ράγες στις στροφές και εκεί καρφώθηκε. Στο μεταξύ το τραίνο ξεμάκραινε και στα πίσω βαγόνια τραγουδάγανε. […] Ο καρφωμένος στον σιδεροδοκό δεκανέας ήτανε κιόλας πεθαμένος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και δίπλα του στήθηκε φρουρός με τ’ όπλο στο χέρι ένα αμούστακο φανταράκι απ’ τη φρουρά του σταθμού. Πολύ στα σοβαρά τον είχε πάρει τον ρόλο του. Στεκότανε κλαρίνο με ύφος νικητή λες κι ήταν έργο δικό του ο δεκανέας ο καρφωμένος στον σιδεροδοκό επάνω στην στροφή.»19
Ο Σβέικ επιστρέφει τη σοβαρότητα των σχέσεων μέσα από τη δική του παράδοξη αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Αμφισβητεί. Αμφισβητεί τη διοίκηση αντιπαραβάλλοντας τις προσωπικές του ιστορίες και αποκαλύπτοντας έτσι τη σχέση μεταξύ τους. Σ’ έναν δεκανέα που για τρεις ολόκληρες σελίδες περηφανεύεται για τα βασανιστήρια που άσκησε σ’ έναν κακόμοιρο φαντάρο -πρώην συντάκτη εφημερίδας- λέει: «Στο 55ο σύνταγμα για κάτι τέτοια βάσανα ξεκοίλιασε μια φορά κάποιος Κόνιτσεκ το δεκανέα του και μετά τίναξε τα μυαλά του κι ο ίδιος. Αυτό το γράψανε στο «Κουρύρ». Ο δεκανέας βρέθηκε με καμιά τριανταριά μαχαιριές που πάνω από μια ντουζίνα ήταν θανατηφόρες. Εκείνος ο φαντάρος κάθισε μετά πάνω στον πεθαμένο δεκανέα και μαχαιρώθηκε ο ίδιος.»20 Έχεις ένα παράξενο τρόπο να υποτιμάς τους ανωτέρους σου Σβέικ, του λέει κάπου αλλού ο υπολοχαγός Λούκας.
Στον πρόλογο της έκδοσης Ο Μεγαλύτερος Τσέχος Συγγραφέας Γιάροσλαβ Χάσεκ και Άλλα Σατιρικά Διηγήματα, ο Μάριος Δαρβίρας σκιαγραφεί το χασκικό αστείο: Η Χασκική ειρωνεία της εν λόγω περιόδου εκφράζει ένα βαθύ κοινωνικό σκεπτικισμό. Αναφύεται από μια πεποίθηση πως τα πλατιά λαϊκά στρώματα ποτέ δεν θα είναι σε θέση να κοιτάξουν πέρα από το περίτεχνα στημένο παιχνίδι συμβόλων φράσεων και μυστικοποιήσεων μέσω των οποίων χειραγωγούνται καταλλήλως.21 Και ο Σβέικ σαν να προσπαθεί να επιβεβαιώσει αυτό το επιχείρημα κοιτώντας την καμένη πεδιάδα που εκτείνεται μπροστά του: «Εδώ μετά τον πόλεμο θάχει πολύ καλή σοδειά. Δεν θα χρειαστούν να αγοράσουν λιπάσματα. Πολύ καλό πράγμα για τους χωριάτες να τους λιπαίνουνε τα χωράφια τους με ολόκληρα συντάγματα στρατιωτών.»22 Κυρίως, όμως, σαν να προσπαθεί να επιβεβαιώσει τον διαρκή κύκλο. Ο Θάνατος γεννά την Ζωή μόνο και μόνο για να ξαναλιπάνει εκ νέου τα χωράφια με πτώματα φαντάρων. Κι έτσι το Χάος ανακυκλώνεται.
Συνεπώς, οι Περιπέτειες του Καλού Στρατιώτη Σβέικ είναι ένα βιβλίο εξαιρετικά σοβαρό, όπως και οι περιπέτειες του Γαργαντούα, άλλωστε. Τα γεγονότα είναι που πάσχουν, σε αυτά οφείλεται το μέγεθος της ειρωνείας. «Ένας από αυτούς, πάνω στον καυγά, τον άρπαξε από το ψεύτικο πόδι, του τόβγαλε και του το κοπάνισε στο κεφάλι. Δεν ήξερε όμως πως το πόδι ήταν ψεύτικο και σαν το κατάλαβε λιγοθύμισε. Στο τμήμα του ξαναβάλανε του Μλίτσκο το ποδάρι του. Όμως αυτός είχε νευριάσει πολύ και τα βαλε με το παράσημο του, πως αυτό τα έφταιγε όλα και πήγε να το ακουμπήσει για εκδίκηση στο ενεχυροδανειστήριο και κει τον πιάσανε κι αυτόν και το παράσημο. Κι ύστερα είχε κι άλλα τραβήγματα, τον περάσανε από δικαστήριο και τον καταδικάσανε. Κι αφού του πήρανε πίσω το παράσημο ύστερα του πήρανε πίσω και το πόδι του.»23
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος γεννά μια νέα μορφή ειρωνείας, την ειρωνεία της ιστορίας, την ειρωνεία των γεγονότων, την ειρωνεία των πραγμάτων. Σε αυτόν τον νέο κόσμο όλα συμπλέκονται, η νίκη και η ήττα, το κωμικό και το τραγικό, ο θάνατος και η ζωή, το υψηλό και το κατώτερο δημιουργώντας το Χάος μέσα από το οποίο ξεπετάγεται ένα καινούριο Αστείο. Ο Χάσεκ αναγνωρίζει το παράλογο. Ό,τι με μια πρώτη ματιά φαίνεται συμβατό με την πραγματικότητα μέσα από τη ματιά του συγγραφέα γελοιοποιείται.24 Ο Σβέικ δεν είναι καρικατούρα, δεν διατηρεί μεγεθυμένες συμπεριφορές μέσα σε φυσιολογικές καταστάσεις. Με κάποιον τρόπο κατορθώνει να ενσαρκώσει την άρση του γκροτέσκο, να καταστεί η λογική μέσα στο Χάος. Αυτή ακριβώς η σύγκριση λογικής και παραλόγου αναδεικνύει το Αστείο, στις ρωγμές εκείνες όπου η παράλογη πραγματικότητα αντιπαρατίθεται με την λογική του Σβέικ. Όταν ο αστυνόμος Μπρετσνάιντερ τον προσεγγίζει ξανά προκειμένου να τον ψαρέψει με πολιτική κουβέντα και να τον ξανασυλλάβει, ο Σβέικ απαντά με ιστορίες από το εμπόριο σκύλων: «ο Μπρετσνάιντερ είχε πιο επαναστατικές ιδέες. Έλεγε πως κάθε μικρό κράτος είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί και ρώτησε τον Σβέικ ποια ήταν η γνώμη του. Ο Σβέικ διακήρυξε πως δεν έχει καμια δουλειά με το κράτος, αλλά πως κάποτε του έδωσαν να φυλάξει ένα αδύνατο κουτάβι σενμπερνάρ που το τάιζε παξιμάδια του στρατού και πως κι αυτό ψόφησε.»25
Δεκαετίες μετά, το 1987, η τσέχικη λογοτεχνική ομάδα Α.Ι.V, εισάγει με το μανιφέστο της τον ορισμό του γαλάζιου χιούμορ, διατηρώντας άρρηκτες συνδέσεις με το χασκικό αστείο. Οι προθέσεις του γαλάζιου χιούμορ κάτω από τον αστερισμό των οποίων συγκροτήθηκε ο κύκλος των A.I.V. οδήγησαν τη φαντασία στο να αναγνωρίσει το παράλογο της καθημερινότητας στις λιγότερο προφανείς και πλέον καθημερινές καταστάσεις – δηλαδή στο να αποσπάσει την άγρια έξαψη από τις αθόρυβες συγκρούσεις μέσα στην απόλυτη κοινοτοπία.26 Ο Σβέικ θα συμφωνούσε προσθέτοντας την παρακάτω ιστορία: «Νομίζω πως πρέπει να τα δούμε όλα από πιο τίμια σκοπιά. Ο καθένας μπορεί να λαθέψει. Κι όσο πιότερο τα εξετάζει κανείς τα πράγματα τόσο πιο πολλά λάθη κάνει. Οι ιατροδικαστές είναι άνθρωποι και οι άνθρωποι κάνουνε λάθη. Σαν μια φορά στο Νούσλε, ακριβώς πάνω στη γέφυρα στο Μπότιτς, με ζύγωσε τη νύχτα ένας κύριος. Γύριζα από τη Μπανζέτ. Μου κοπάνισε, που λες μία με τη μαγκούρα στο κεφάλι κι όταν έπεσα χάμω με φώτισε με κάτι και είπε -Λάθος δεν ήταν αυτός. Και θύμωσε τόσο πολύ που έκανε λάθος που μου κατέβασε άλλη μία στην πλάτη.»27
Οι άνθρωποι αποδέχθηκαν τον Σβέικ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο -τη δεκαετία του ‘20 και του ’30- ως ένα βίωμα του παρελθόντος, μιας περιόδου που δεν θα επέστρεφε ποτέ, ως την ανάμνηση μιας εσαεί χαμένης ανθρωπολογίας, ως το άφοβο και ζωογόνο λαϊκό γέλιο ενάντια στην τυραννία του τρόμου. Δεν διέκριναν, όμως, πως το Αστείο στη Χασκική λογοτεχνία δεν εκπορεύεται από την φρίκη, αλλά αντίθετα συμπορεύεται μαζί της. Ας φανταστούμε τον Σβέικ να αφηγείται την ιστορία του Γιόζεφ Κ.
Ήξερα, λοιπόν, κάποτε, έναν κακομοίρη τραπεζοϋπάλληλο τον Γιόζεφ Κ. που έμενε στην Πράγα λίγο παρακάτω από την ταβέρνα το Μαύρο Περιστέρι. Αυτόν μια μέρα που έκλεινε τα τριάντα, μπήκαν δυο αστυνόμοι σπίτι του τον μπουζουριάσαν χωρίς να τους εξηγήσουν τίποτα και τον τραβούσαν από δίκη σε δίκη για κάνα χρόνο χωρίς να του λένε τίποτα του ανθρώπου γιατί κατηγορείται. Ο Γιόζεφ Κ. έσκιζε τα ρούχα του ότι ήταν αθώος, ότι ‘καναν λάθος αλλά κανείς δεν τον πίστευε. Τέτοια ήταν η απελπισία του που έφτασε και ν’ απαυτώσει και τη γυναίκα του δικαστή μήπως και τον αθωώσουν. Ε, κάποια στιγμή είδε κι απόειδε άρχισε να εξετάζει τί λάθος είχε κάνει και μήπως έφταιγε πουθενά. Τι περιμένεις από τέτοιους ανθρώπους, μια μέρα του χτύπησαν πάλι οι μυστικοί την πόρτα τον έσουραν σ’ έναν λάκκο έξω από την πόλη, του κατάφεραν δυο μαχαιριές στην καρδιά κι αυτός μόνο που δεν είπε φχαριστώ. Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι ο άνθρωπος κι όπως τα είχε κάνει τα πράγματα πέθανε κι ανακουφισμένος που τέλειωσε αυτή η ιστορία με τα δικαστήρια.
Το Αστείο στις Περιπέτειες του Καλού Στρατιώτη Σβέικ βρίσκεται κρυμμένο στην έκταση της φρίκης που κουβαλάει η πραγματικότητα και στις αιτίες της, δηλαδή στο τελευταίο μέρος που θα έψαχνε κάποιος μετά από τις εκατόμβες νεκρών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όσο για την περίπτωση του Γιόζεφ Κ. ο Σβέικ έχει και για αυτόν την απάντηση «Το βασικό είναι να μην λες ποτέ την αλήθεια στο δικαστήριο. Όποιος αποβλακωθεί και αναγνωρίσει την αλήθεια, χάθηκε. Από την αλήθεια στο δικαστήριο κακό βγαίνει, καλό δε βγαίνει. Κάποτε που δούλευα στην Οστράβα έγινε τούτο το περιστατικό. Ένας ανθρακωρύχος καταχέρισε έναν μηχανικό χωρίς να τους δει κανένας. Ο δικηγόρος που τον υπεράσπιζε του έλεγε να μην παραδεχτεί τίποτα, πως δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα. Μα ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον τριβέλιζε όλη την ώρα να βάλει το χέρι στην καρδιά και να τα πει όλα. Πως αν τα παραδεχτεί θα ελαφρύνει τη θέση του. Αυτό όμως το βιολί του πως δεν έχει τί να παραδεχτεί. Έτσι τον ελευτερώσανε γιατί απέδειξε πως είχε άλλοθι».28
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. J. HAŠEK, Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, μτφρ. R. PSYROUKI, Αλφειός, Αθήνα, 2004, τ. Α΄, σ. 378.
2. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Β΄, σ. 184.
3. K. KOSÍK, «Ποιος είναι ο Σβέικ;», Ο ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ, τ. 15 (Φθινόπωρο 2012), σ. 36-42.
4. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 225.
5. K. KOSÍK, ο.π., σ. 40.
6. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Β΄, σ. 147.
7. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 409.
8. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Β΄, σ. 48.
9. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 333.
10. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 56.
11. J. HAŠEK, Για γέλια και για κλάματα: Διηγήματα, μτφρ. Λ. ΠΕΤΣΙΝΗΣ, Καστανιώτης, Αθήνα, 1990.
12. J. CHALUPECKY, «The Tragic Comedy of Jaroslav Hasek», Cross currents, University of Michigan, Ann Arbor, 1983, σ.137-153.
13. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 231.
14. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 105.
15. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 147.
16. P. JIRSAK, «Talking the World Down according to Hasek», Cross currents, University of Michigan, Ann Arbor, 1983, σ. 154-158.
17. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Β΄, σ. 74.
18. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 117.
19. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Β΄, σ. 44.
20. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 339.
21. J. HAŠEK, Ο μεγαλύτερος Τσέχος συγγραφέας Jaroslav Hašek και άλλα σατιρικά διηγήματα, μτφρ. Μ. ΔΑΡΒΙΡΑΣ, Φαρφουλάς, Αθήνα, 2012, σελ.10
22. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Β΄, σ. 223.
23. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 302.
24. K. KOSÍK, «Ο Σβέικ και η Μπουγκουλμά ή γέννηση του Μεγάλου Χιούμορ», Ο ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ, τ. 16 (Φθινόπωρο 2012), σ. 40-46.
25. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 62.
26. A.I.V, «To Γαλάζιο Χιούμορ», μτφρ. Ε. ΜΙΚΕΛΛΗ, Ο ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ, τ. 16 (Φθινόπωρο 2012), σελ. 46-47.
27. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 40.
28. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, ο.π., τ. Α΄, σ. 380.
Σκίτσο: Ελένη Ρουσοπούλου