Αυτό που τον ενοχλεί περισσότερο είναι ότι άλλαξε η συνήθειά του. Η θέση του μέσα σ’ αυτή, σταθερή και ακλόνητη. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν καλή ή κακή, ευχάριστη ή μίζερη, δε βαριέσαι… Ήταν δική του, η δική του συνήθεια. Και ο Χ. αγαπούσε τη συνήθεια πιο πολύ κι απ’ τα αρχίδια του.
Ξυπνάει πάντα το πρωί στις 7.30. Πλένει τα δόντια και το πρόσωπό του, πρωινό ξύρισμα απαραίτητο και αφτερσέιβ στο μπλε αντρικό μπουκάλι. Ετοιμάζει το πρωινό του, μόνος του τώρα, καφές φίλτρου ελαφρύς και δύο φρυγανιές, μία με βούτυρο και τυρί και μία με βούτυρο και μαρμελάδα. Πρώτα τρώει την αλμυρή και μετά τη γλυκιά. Έχουν μείνει ακόμα τρία βάζα από τη μαρμελάδα της, πορτοκάλι, φράουλα και ροδάκινο. Και μετά; Πόσες συνήθειες θα πεθάνουν μαζί της; Θα του ήταν πιο εύκολο να είχε πεθάνει πρώτα αυτός. Δεν είχε βρει ποτέ χρήσιμη τη φαντασία και ο οργανισμός του αντιδρούσε στις αλλαγές όπως το παιδί στο μουρουνόλαδο. Είναι βασανιστικό. Έχει επικεντρωθεί ακριβώς σ’ αυτό, να καθορίσει τις καινούργιες του συνήθειες, κρατώντας φυσικά όσες απ’ τις παλιές έμεναν ανεπηρέαστες απ’ την απουσία της.
Μετά το πρωινό του ανάβει το πρώτο του τσιγάρο. Αφαιρείται, βουλιάζει σε σκόρπιες σκέψεις. Κάτι που δεν έκανε ποτέ, ποτέ δεν είχε χρόνο για χάσιμο σε σκέψεις, οι χασομέρηδες τα κάνουν αυτά. Τώρα με κίνδυνο να γίνει χασομέρης ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και προσπαθεί να ξεγελάσει αυτό το απαίσιο συναίσθημα που έχει συνέχεια. Μετανιώνει. Δεν την είχε αγαπήσει. Όχι αρκετά. Δεν μπορείς να φανταστείς παρά μόνο όταν πλησιάζει το τέλος πόσο μετανιώνεις αν δεν έχεις αγαπήσει αρκετά. Δηλώνει στους φίλους του ότι είχαν μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά εκείνος ξέρει ότι την είχε αχάιδευτη, ότι δεν περηφανευόταν για τίποτα πέρα απ’ τη νοικοκυροσύνη της. Δεν της χάριζε χαμόγελα. Μες τα χρόνια έγιναν ο ένας το μισό του άλλου, ενσωματώθηκαν σαν καρκίνωμα. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους μέσα στη φυλακή που ονόμαζαν οικογενειακή ασφάλεια. Αυτή την ασφάλεια που τάιζε ο καθωσπρεπισμός κι η λογοκριμένη επιθυμία.
Κοιτάει το ρολόι. 11.30! Πρέπει να πάει για τα ψώνια της ημέρας. Αν ήταν εκείνη εκεί θα του έδινε τη λίστα έτοιμη, θα πήγαινε στο σούπερ-μάρκετ ή στη λαϊκή και όταν γυρνούσε θα μάλωναν, είτε γιατί της είχε φέρει κάποια άλλη μάρκα από αυτή που επιθυμούσε είτε γιατί κάτι θα είχε ξεχάσει εκείνη να του γράψει κι αν ήταν επείγον θα έπρεπε να ξαναπάει να το πάρει. Τώρα αναγκαστικά τα κάνει όλα μόνος του, χωρίς φωνές χωρίς γκρίνια και διαφωνίες. Η σιωπή του είναι ανυπόφορα ασυνήθιστη. Ανοίγει το τετράδιο με τις συνταγές της, διαλέγει μια που του αρέσει, σημειώνει στο χαρτάκι ότι χρειάζεται να ψωνίσει. Κλειδώνει την πόρτα, παίρνει το αυτοκίνητο και οδηγεί στον επαρχιακό δρόμο για το σούπερ-μάρκετ. Παρκάρει στο πάρκινγκ όσο πιο κοντά μπορεί στην είσοδο, παίρνει καρότσι, ξέρει ακριβώς πού είναι τι και τι ακριβώς θέλει. Διαλέγει προσεχτικά τα προϊόντα που προτιμούσε εκείνη. Επιστρέφει στο σπίτι.
13.00. Ανοίγει το τετράδιο με τις συνταγές. Θα προσπαθήσει να έχει ακριβώς την ίδια γεύση όπως το δικό της φαί. Όταν το πετυχαίνει είναι μια παρηγοριά.
Σερβίρει -πάντα του σέρβιρε εκείνη- και κάθεται στη θέση που κάθεται χρόνια τώρα, τρώει βιαστικά. Δεν το πολυπέτυχε. Δε βαριέσαι… Καθαρίζει το μεσημεριανό του μήλο. Αν ήταν εκεί, θα τη ρωτούσε όπως πάντα αν θέλει ένα κομμάτι κι αυτή όπως πάντα θα του απαντούσε όχι. Ανάβει ένα τσιγάρο, το καπνίζει βιαστικά, βάζει τα πιάτα στον νεροχύτη και ξαπλώνει. Χαζεύει κάνα δεκάλεπτο την εφημερίδα του. Ο μεσημεριανός του ύπνος τρεις με πέντε. Μια ευχάριστη ώρα γιατί δεν έχει αλλάξει σε τίποτα με πριν. Πάντα μόνος του ξάπλωνε τα μεσημέρια. Εκείνη προτιμούσε να ξαπλώνει στον καναπέ χαζεύοντας κάποιο σήριαλ.
18.00. Δεν κοιμήθηκε καλά και άργησε να σηκωθεί. Φτιάχνει ελληνικό σκέτο, τον παίρνει στο μπαλκόνι, ανάβει τσιγάρο. Λύνει ένα σταυρόλεξο. Ανάβει τσιγάρο. Το καπνίζει γρήγορα. Πάντα καπνίζει γρήγορα. Έχει αρχίσει να νυχτώνει, τον βαραίνει αυτή η ώρα, δεν έχει πολλά να κάνει και θα αρχίσει να σκέφτεται πάλι. Προσπαθεί να επικεντρωθεί σε πρακτικές σκέψεις. Μήπως να ξαναμετρήσει το ζάχαρο; Όχι, εντάξει νιώθει, τα χάπια του τα πήρε, έφαγε όσο έπρεπε. Την ανέχτηκε τόσα χρόνια και τώρα δεν θα είναι εκεί να τον γηροκομήσει. Το έβρισκε άδικο. Δε βαριέσαι… Δεν Λογαριάζει να ζήσει κι αυτός πολύ ακόμα.
19.30. Ανοίγει το ντουλάπι του μπαρ στο σύνθετο και βάζει το απογευματινό του ουίσκι. Κάθεται στην τραπεζαρία, ανάβει τσιγάρο. Τις τελευταίες μέρες δεν έχει δουλειές να κάνει τα απογεύματα. Είχε ήδη μαζέψει τα πράγματά της σε κούτες, κράτησε κάποια λίγα ρούχα επιλεγμένα κάπως μεταξύ αξίας οικονομικής και αόριστα συναισθηματικής. Είχε διαλέξει από τα άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες κάποιες και τις είχε βάλει σε κορνίζες, αυτές που την κολάκευαν. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Είχε πετάξει τα καθημερινά προσωπικά της αντικείμενα για να μην τον αποσπούν. Παλεύει να γεμίσει ένα κενό που δεν γεμίζει με τίποτα. Είναι ένα πρόσωπο που έχει γίνει εκμαγείο καθήκοντος εδώ και πολλά χρόνια και τώρα έμεινε χωρίς καθήκοντα. Πρώτα η σύνταξη, μετά έφυγαν τα παιδιά και τώρα εκείνη.
21.00. Ανοίγει την τηλεόραση για τις νυχτερινές ειδήσεις. Όλο τα ίδια, δε βαριέσαι… Την κλείνει.
21.30. Δειπνεί μόνος του ελαφριά, λίγο από το μεσημεριανό φαί με δυο ποτήρια κρασί. Μετά καθαρίζει το βραδινό μήλο του. Τρώει βιαστικά· το βράδυ του είναι πιο δυσάρεστο να τρώει μόνος του. Παίρνει τα βραδινά του φάρμακα και μετράει το ζάχαρο. Αν είναι καλό θα επιτρέψει στον εαυτό του ένα ουισκάκι ακόμα. Ανάβει τσιγάρο. Γύρω στις δέκα ανοίγει ξανά την τηλεόραση μήπως έχει καμιά εκπομπή ή ταινία να χαζέψει. Καλή κακή, δε βαριέσαι… Να περάσει η ώρα να πάει για ύπνο. Αν ήταν εκείνη εδώ θα ήταν ξαπλωμένη στον απέναντι καναπέ, τον πιο μικρό και μπορεί να γκρίνιαζαν αν ήθελαν διαφορετικό πρόγραμμα. Το αγαπημένο και των δύο ήταν το «Στην υγειά σας ρε παιδιά». Είχε την ποιότητα που άρεσε και στους δύο και πάντα πολύ καλούς καλλιτέχνες. Αλλιώς εκείνη προτιμούσε τα συναισθηματικά κι αυτός τις περιπέτειες. Τώρα όλα τα μικροπράγματα που τον ενοχλούσαν είχαν εξαφανιστεί. Πόσο πιο εύκολο του είναι τώρα να την αγαπάει. Τι είχε αγαπήσει περισσότερο στη γυναίκα που είχε περάσει όλη του τη ζωή μαζί της; Δυσκολευόταν ν’ απαντήσει. Μούδιασε. Ανάβει τσιγάρο, συγκεντρώνεται στην ταινία.
24.00. Ώρα να ξαπλώσει. Ξαπλώνει στη μεριά του, την αριστερή πλευρά του κρεβατιού, κοντά στο παράθυρο. Σαράντα χρόνια η ίδια πλευρά, τα ίδια έπιπλα, τα ίδια κουνούπια. Πόσα χρόνια είχαν ν’ αγγιχτούνε; Είχαν ξεχάσει να νιώθουν όμορφα. Τα καλοκαίρια, όταν ήταν μικρά τα παιδιά, κάποια βράδια ήταν διαφορετικά, κάτι ξυπνούσε μέσα τους και γίνονταν πιο τρυφεροί. Εκείνη ήταν πάντα πιο τρυφερή αλλά αυτός δεν μπορούσε τα πολλά αγγίγματα, τα σαλιαρίσματα. Αυτές τις βραδιές όμως μαλάκωνε, ήταν πιο χαρούμενοι. Φοβάται ότι δεν θα μπορεί πάλι να κοιμηθεί, δεν τον αφήνουν οι σκέψεις. Τις τελευταίες μέρες σκέφτεται να κάνει κάτι αυθόρμητο. Να πάει μια μικρή εκδρομή στην πόλη που μεγάλωσε, να βρει τους παιδικούς του φίλους. Ίσως αυτό που άφησε πίσω του μεγαλώνοντας να τον περιμένει στο παλιό σπίτι, στα γερασμένα πρόσωπα των τότε φίλων, να τον σώσει, έστω και τώρα.
Σκίτσο: Ελένη Ρουσοπούλου