Γιάννης Παττακός / Ο επίπεδος θάνατος: μικρές σκέψεις για την ποιητική του Θανάση Παπακωνσταντίνου

[Απόσπασμα]

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΧΩΡΙΣ ΘΑΛΑΣΣΑ, που διανύει τον θάνατο επίπεδα. Όσοι τη γνωρίζουν δεν παίρνουν ανάσα για να βυθιστούν μέσα της, ούτε εξυψώνονται μακριά της. Πατάνε πάντα στη γη, σέρνονται σχεδόν επάνω της, και φτιάχνουν ορίζοντα χωμάτινο. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σκεφτώ το έργο του Θανάση Παπακωνσταντίνου παρά μόνο πεδινά.

Το έργο του διαγράφει μια πορεία ακριβώς αντίθετη από αυτή που έχουν τα σώματα στους πίνακες του Θεοτοκόπουλου όταν, γιγαντώνοντας το μήκος τους, σημαδεύουν τον ουρανό. Η γη δεν είναι αρκετή για την ψυχή τους, κι όλα: χέρια, βλέμμα, προσευχές στρέφονται κατά της βαρύτητας. Όμως βαρύς σημαίνει πατάω γερά, παραδίνομαι στη φθορά του εδάφους και το βάρος δεν έχει να κάνει μόνο με τα κιλά. Βάρος είναι ό,τι φωλιάζει μέσα μου και με αφήνει άυπνο τα βράδια, η ήττα από τον ήλιο κάθε μεσημέρι, οι απόντες που σκοντάφτουν πάνω μου κι εγώ στήνω αυτί να αρπάξω τις λέξεις τους.

Από τον πρώτο δίσκο, την Αγία Νοσταλγία, όπου πετά άγαρμπα τη μυθολογία του, διακρίνουμε έναν αχό θανάτου. Ύστερα, για τρεις δίσκους, σα να μαθητεύει στις λέξεις που προσφέρει στη Μελίνα Κανά, μέχρι να γεμίσει ξανά χαλίκια τις κωλότσεπες και να αρχίσει να λέει τις ιστορίες που κατάλαβε πως δεν μπορεί να αποφύγει. Αν στους «Καλογέρους», στην «Τράτα» και στο «Άστρο του πρωινού» όλα προκύπτουν από τον τίτλο, όσο προχωράει ο χρόνος, τόσο οι στίχοι και οι θεματικές προηγούνται, και ο τίτλος, εκ των υστέρων, βυθίζεται σε αυτά. Όλο και συχνότερα, όπως για παράδειγμα στην «Ομίχλη», στο «A.select»,, ακόμα και στο «Όταν χαράζει», το «θέλω να μιλήσω για αυτό»  αντικαθίσταται με το «αυτό που μίλησα θα το ονομάσω έτσι».

Την ώρα που ο αιώνας σβήνει κυκλοφορεί ο Βραχνός Προφήτης. Η καρέκλα που θα κάτσει ο θάνατος τοποθετήθηκε. Το σύρμα απ’ τα κάδρα κόπηκε και οι τεθνεώτες σωριάστηκαν στο πάτωμα, έγιναν πάτωμα. Όλα προσωποποιούνται: η θλίψη και οι πληγές που μας κάνουν να ζούμε, η νοσταλγία που μας σπρώχνει μπροστά, η μοναξιά εντός κόσμου. Σκορπίζονται τα ίχνη του θανάτου στη ζωή. Όχι για να τη φοβερίσει, ούτε για την κάνει σκοτεινή ή να τη λιγοστέψει. Την τριγυρνά μόνο για να την πληθύνει. Αυτό ξέρει, από εδώ και στο εξής, όποιος τραγουδάει την Αγρύπνια, όποια μουρμουρίζει μαζί με τον Καρούζο την παντέρημιά του, όσοι και όσες κλαίνε με το μάκρος των φωνηέντων στην εισαγωγή του «Ήμερου ύπνου».

Πεδιάδα σημαίνει να εκτίθεσαι σε έναν τεράστιο ουρανό, να σε κυνηγούν και να μην έχεις που να κρυφτείς, να σε τρώει ο ήλιος και, βαμβακερός σε όλος σου το ύψος, να συνεχίζεις να βάζεις, αδιάκοπα, χωρίς σκέψη, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Σημαίνει να είσαι, να ξέρεις ότι είσαι, πριν απ’ όλα θνητός. Αυτή την περατότητα κουβαλάει ο Πεσσόα στην κλινάμαξά του, ο Ρίλκε και ο Φορτίνο Σαμάνο όταν γελούν, ο Χρ. Μπράβος όταν το χιόνι συγχρονίζεται με τη φωτιά κι ο κάτω κόσμος με τον ουρανό.  Πεδιάδα γίνεται ο Αγγελάκας στον Βραχνό Προφήτη καθώς  χαμηλώνει και, απαγγέλοντας χωρίς να προχωρά, μένει στο χάραγμα.

Είναι οι στίχοι του Θανάση Παπακωνσταντίνου σαν τρέξιμο σε κατηφόρα βουνού, κι ας μιλάμε τόση ώρα για πεδιάδες. Μια κατηφόρα με πέτρες, άλλες φυτεμένες και άλλες επιφανειακές. Βουτάς σε αυτήν και στην αρχή δεν ξέρεις πώς να τη διανύσεις. Σταματάς. Μένεις ακίνητος, ρίχνεις το σώμα σου μπροστά -σα να προσκυνάς- και μόλις η βαρύτητα σε τραβήξει φτιάχνεις τα βήματα να τη διαβείς. Και πας, πας, πηγαίνεις. Ξεφυσάς, πέφτουν οι ώμοι, υποχωρεί η ένταση. Τότε, μόνο τότε, μπορείς να σηκώσεις για μια ανάσα το κεφάλι ψηλά και να ρουφήξεις τοπίο. Τότε και μόνο τότε θα βρούμε την πέτρα τη φυτευτή να μας στραβώσει το πάτημα σα να μας λέει: εδώ δε θα κοιτάς το γύρω σου, μόνο θα το νιώθεις. Γεμάτες πέτρες φυτευτές ο στίχος του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ένας υπερρεαλισμός που καραδοκεί. Εκεί που ονειροπολείς σκοντάφτεις.

 

Να, όπως εδώ:

 

Κι ύστερα ψάχνουμε ένα τραγούδι

να πει στους άλλους τη συγγνώμη μας.

 

Ακόμα κι αν μιλά για τον έρωτα,

ακόμα κι αν οι στίχοι του

είναι τσιγκέλια σε χασάπικο

ή σιδηροτροχιές που καθρεφτίζουν το φεγγάρι.

 

«Χαρτοκόπτης», Πρόσκληση σε Δείπνο Κυανίου, 2014

 

ή εδώ:

 

Όσοι με γέλασαν, όσοι με κέρασαν

πικρό ποτήρι κι άχρηστους κανόνες,

θα ηττηθούν απ’ ό,τι πιο αδύναμο

από τη χλόη που σκεπάζει ερειπιώνες.

 

«Σαμπάχ», Βραχνός Προφήτης, 2000

 

Όπως στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, τη στιγμή ακριβώς που ο ρεαλισμός κοντεύει να σου σπάσει τα δάκτυλα, η αλήθεια του κόσμου γίνεται πάλι ρευστή, κι όλα ξανά διαπραγματεύσιμα.

Δε σταματά να μελετά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και να μαθητεύει στην επινόηση. Σα να διαβάζει Μπόρχες και να σταματά. Λαμπρύνεται, μα κάτι του λείπει. Αρχίζει να συλλέγει τα  μουρμουρητά των νεκρών του Πέδρο Πάραμο, τα χνάρια από τις οπλές στο κυνήγι του χαμένου Πατέρα. Μαζεύεται στον πυρήνα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις του Σάμπατο και γίνεται όχι η μοναξιά του Μάρκες, αλλά, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, τα εκατό της χρόνια.

Εικόνα: Ελένη Ρουσοπούλου

Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 3 (Οκτώβρης 2019), σ. 34-37.