Λίλη Λαμπρέλλη / Ίχνη από φτερά: Για την αφήγηση των λαϊκών παραμυθιών

ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ ΣΥΧΝΑ: Τι είναι τα λαϊκά παραμύθια; Τι είναι τα μαγικά παραμύθια; Σε τί χρησιμεύουν αυτές οι ιστορίες εκτός απ’ το να αποκοιμίζουν τα παιδιά; Ποια είναι η βασική τεχνική στην αφήγηση παραμυθιών; Τελικά, εσύ γιατί λες παραμύθια;

Απαντώ πως τα λαϊκά παραμύθια είναι ένα από τα πολλά μέσα μύησης στη ζωή. Με την αμφισημία του «ψέματα κι αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια», χωρίς ίχνος διδακτισμού και  δογματισμού,  ο παραμυθιακός λόγος μας επιτρέπει να ακούσουμε ή να αγνοήσουμε όσα έχει να μας πει. Ο χρόνος του παραμυθιού είναι άχρονος «Μια φορά κι έναν καιρό», ο τόπος είναι η ου-τοπία «σ’ έναν τόπο μακρινό»,συχνά στον εναρκτήριο λογότυπο έχουμε και το «ήταν και δεν ήτανε»: Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο μακρινό ήταν και δεν ήτανε…

Χωρίζονται σε πέντε κατηγορίες: Παραμύθια με ζώα, μαγικά παραμύθια, νουβέλες, ευτράπελα και κλιμακωτά. Τα μαγικά παραμύθια αποτελούν τη βασική κατηγορία λαϊκών παραμυθιών και αφορούν τη μετάβαση στην ενηλικίωση, μ’ άλλα λόγια «το μεγάλωμα» ανεξάρτητα από ηλικία -δηλαδή τη μετάβαση από την ανωριμότητα του παιδιού στην ενήλικη ζωή- και κατά κάποιο τρόπο δίνουν οδηγίες χρήσεως για το πως θα γίνει η μετάβαση αυτή.

Για μένα, το μαγικό παραμύθι είναι μια αληθινή ιστορία που δεν έχει συμβεί ποτέ. Όταν λέω «αληθινή ιστορία» εννοώ ότι το παραμύθι μιλάει για κάτι που συμβαίνει στην καθημερινή ζωή. Όταν λέω «δεν έχει συμβεί ποτέ»εννοώ ότι δεν έχει συμβεί με τον τρόπο που περιγράφεται σε πρώτο επίπεδο, δηλαδή με τον εξωπραγματικό, αφελή, σουρεαλιστικό, συμβολικό τρόπο του παραμυθιού.

Στο ερώτημα «πώς κερδίζει ένας έφηβος την ενηλικίωση;» η απάντηση του παραμυθιού είναι πάντα η ίδια: όχι χωρίς δοκιμασίες, όχι χωρίς απώλειες. Θα χάσεις πράγματα –και κυρίως τα προνόμια του παιδιού για κανάκεμα και προστασία. Το παραμύθι μοιάζει να λέει ότι κάποια προνόμια «ανηλίκου» ρέπει να υποχωρήσουν ώστε ο νέος ενήλικας να είναι σε θέση να προστατεύει, να παρηγορεί και να ενισχύει άλλους. Με λίγα λόγια, λέει πως ένα παιδί δεν μπορεί να αναθρέψει ένα παιδί. Για να μεγαλώσουμε οφείλουμε να δεχτούμε πως δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα: και τα προνόμια του παιδιού και τα προνόμια του ενήλικα.

Ως προς τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού, λέω πάντα πως είναι ένας παμπάλαιος -τόσο παλιός όσο κι η ανθρώπινη φωνή- οικουμενικός λόγος. Στην ουσία σ’ ολόκληρο τον πλανήτη λέμε τα ίδια παραμύθια, πράγμα που ανακαλύψαμε μόλις τον 20ό αιώνα. Ένας λόγος που δεν φτιάχτηκε για ν’ αποκοιμίζει τα παιδιά, αλλά για να αφυπνίζει τους μεγάλους.

Εξάλλου, όταν δημιουργήθηκε ο μυθικός λόγος που παραμένει ακόμη  ζωντανός μέσα στα μαγικά παραμύθια -όπως είπα πιο πάνω, την βασική κατηγορία λαϊκών παραμυθιών-, κανείς δεν νοιαζότανε για τα μικρά παιδιά. Λόγω της παιδικής θνησιμότητας, τα παιδιά ήταν πλάσματα αντικαταστατά που στην ουσία μεγάλωναν μόνα τους. Έτσι τα παραμύθια απευθύνονταν κατά κύριο λόγο σε ομάδες ενηλίκων (σε πλαίσιο αγροτικών ή άλλων εργασιών), αν και κανείς δεν απαγόρευε στα μικρά παιδιά να τα ακούν στις μαζώξεις των μεγάλων. Πάντως, πιστεύω ότι τα παιδιά, παρότι τα παραμύθια δεν φτιάχτηκαν γι’ αυτά, είναι οι φυσικοί αποδέκτες των παραμυθιών γιατί είναι άνθρωποι προφορικοί -όσο πιο μικρά τόσο πιο βαθιά στον κόσμο της προφορικότητας-, γιατί είναι φύσει ανιμιστές, με την έννοια ότι δέχονται αβίαστα ότι τα δέντρα και τα ζώα μιλούν και μπορούν να βοηθήσουν τον ήρωα στην αναζήτησή του, αλλά πάνω απ’ όλα γιατί τα παιδιά «θέλουν να μεγαλώσουν» και ρουφάνε σαν σφουγγάρια τα μηνύματα των παραμυθιών που μιλούν για εμπιστοσύνη στη ζωή και αντοχή. Όσο για τη μυθική αγριότητα που τόσο προβληματίζει τους μεγάλους, δεν μπορεί να τρομάξει ένα ψυχικά υγιές παιδί, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ το ότι ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του, στοιχείο της μυθολογίας που διδάσκεται σε μικρά παιδιά στα σχολεία.

Λίγα λόγια μόνο για τη μυθική αγριότητα, με παράδειγμα το μαγικό παραμύθι της Σταχτοπούτας, που για πολλούς ειδικούς έχει τις ρίζες του στην Ελλάδα. Οι περισσότερες από τις ελληνικές παραλλαγές δεν έχουν επηρεαστεί από τις πασίγνωστες Σταχτοπούτες του Περώ και των Γκριμ, αλλά ξεκινούν «μυθικά», με κανιβαλικό γεύμα. Δεν υπάρχει η κακιά μητριά με τις δυο κακάσχημες, κακομαθημένες κόρες και παρακόρη την ορφανή Σταχτοπούτα, αλλά μια μάνα με τρεις κόρες κατάδικές της. Πεινάνε και νυχτερεύουνε γνέθοντας. Η πείνα τις θερίζει  τόσο που κάποια στιγμή βάζουν ένα στοίχημα: «Η πρώτη που θα της κοπεί το νήμα, θα τη φάμε». Τρεις φορές κόβεται το νήμα της μάνας χωρίς καμιά από τις τέσσερις γυναίκες να  διαμαρτυρηθεί ή να θελήσει να ακυρώσει το στοίχημα. Αφού τις δυο φορές, τη συγχωρούνε (χωράει ακόμα μαζί τους), την τρίτη, τη σφάζουνε και την τρώνε. Οι δυο μεγάλες τρώνε («κοινωνούν» τη μάνα σαν να θέλουν να την κρατήσουν για πάντα μέσα τους), η τρίτη, η Σταχτοπούτα, δεν τρώει, αλλά μαζεύει τα κοκαλάκια, τα θάβει μέσα στην εστία της παιδικής ηλικίας, συχνά στο τζάκι, και κυλιέται στις στάχτες, κάνει το πένθος της σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες και τότε εμφανίζονται μέσα από τον τάφο της μάνας τα τρία μαγικά φορέματα που βρίσκουμε και στις παραλλαγές του Περώ και των Γκριμ (η γη με τα λουλούδια, η θάλασσα με τα ψάρια, ο ουρανός με τ’ άστρα), φορέματα που πάνω τους είναι κεντημένος με μαγικό νήμα ολόκληρος ο κόσμος. Το παραμύθι μοιάζει να μιλάει για τη δυσκολία του αποχωρισμού από τη μάνα, αλλά η μάνα γνωρίζει ότι οφείλει να αποχωρήσει πρώτη για να κάνει χώρο στη ζωή της κόρης της για να έρθει το βασιλόπουλο (ψυχικό κομμάτι της κόρης που έχει κατακτήσει την αυτονομία) που βρίσκεται εκεί έξω και την περιμένει. Γι’ αυτό η μάνα μαζί με τα φορέματα προσφέρει στην κόρη της και τα μαγικά παπούτσια που ταιριάζουν μόνο στο δικό της πόδι και είναι σημείο αναγνώρισης από το βασιλόπουλο της ιδανικής συζύγου. Αυτά τα νυφιάτικα παπούτσια είναι και το μέσο που θα περπατήσει η κόρη έξω από το σπίτι της παιδικής ηλικίας για να συναντήσει την ενηλικίωση (με παραμυθιακούς όρους να γίνει «βασίλισσα», δηλαδή εκτός ιεραρχίας, αυτόνομη).

Τώρα, γιατί λέω παραμύθια; Πρώτα-πρώτα για να τ’ ακούω –γιατί μου κάνουν καλό. Όμως λέω παραμύθια και για να τα μοιραστώ –γιατί κάνουν καλό και σε άλλους. Στην ουσία, η αφήγηση είναι μοίρασμα, είναι σχέση. Σχέση ανάμεσα σε τρεις: Αυτόν που λέει το παραμύθι, αυτόν που ακούει το παραμύθι και το ίδιο το παραμύθι. Εξάλλου αν πιστέψουμε τους παραμυθάδες των Άνδεων αλλά και πολλών περιοχών της Αφρικής το παραμύθι είναι κι αυτό ένα πλάσμα ζωντανό.

Η πράξη της αφήγησης είναι μια πράξη αγάπης, η σχέση του παραμυθά με το παραμύθι είναι μια σχέση ερωτική, με την έννοια της μεγάλης χαράς στο κάθε αντάμωμα και, κυρίως, γιατί αυτή η σχέση έχει τη δύναμη να γητέψει, να αλλάξει, να μεγαλώσει όποιον τη βιώνει, όπως ακριβώς κι ο έρωτας.

Τι είδους καλό μας κάνουν τα παραμύθια; Πώς μας μεγαλώνουν; Έχουν τη σπάνια ικανότητα να δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν είχαμε καν υποψιαστεί. Ο καθένας που ακούει θα πρέπει να βάλει μόνος του τις ερωτήσεις και το να μπεις στον κόπο να βάλεις μια προσωπική ερώτηση σε μιαν απάντηση που αφορά στο μεγάλωμα είναι διαφωτιστικό για το ποιος είσαι. Με άλλα λόγια, έχουν κάτι από ψυχαναλυτική διαδικασία, λύνουν κόμπους, παρηγορούν και θεραπεύουν χωρίς να δηλώνουν την πρόθεσή τους.

Τα παραμύθια είναι ιαματικά χωρίς να μας ζητούν τίποτα για αντάλλαγμα, απλά μας καλούν να αφεθούμε στο άκουσμά τους με την ίδια διάθεση που απολαμβάνουμε τα ιαματικά νερά της Θερμής, του Πολυχνίτου ή της Εφταλούς, στη Λέσβο, την πατρίδα μου.

Στο ερώτημα «ποιες τεχνικές χρησιμοποιούνται στην αφήγηση παραμυθιών» θα απαντήσω πως σ’ αυτή την τέχνη που πάνω απ’ όλα προσφέρει δύναμη, δεν υπάρχει τεχνική. Υπάρχει κάτι πιο δύσκολο από τον τυφλοσούρτη μιας όποιας τεχνικής: η αληθινή σχέση με τον εαυτό σου. Όχι μόνο με τη φωνή που λέει μέσα σου ότι είσαι καλός, αλλά κυρίως με τη φωνή που σε πιάνει στα πράσα όταν δικαιολογείς τις ζαβολιές σου. Ο δάσκαλός μου, Ανρί Γκουγκό, λέει πως η όποια τεχνική είναι εμπόδιο στην αληθινή αφήγηση. Δεν αφηγούμαστε μ’ αυτό που ξέρουμε να κάνουμε αλλά μ’ αυτό που είμαστε. Όμως, για ν’ αφηγηθείς μ’ αυτό που είσαι, πρέπει να ξέρεις ποιος είσαι.

Το θαυμαστό στην αφήγηση παραμυθιών είναι ότι βελτιώνεις τη γνώση του εαυτού σου (κι αυτό αποτελεί τη βασική τεχνική σου) μέσα από τα παραμύθια που επιλέγεις να αφηγηθείς. Οι παραμυθάδες το ξέρουμε καλά, πως τα παραμύθια που λέμε μας αφορούν. Αν δεν μας αφορούν, είμαστε διεκπεραιωτές -δηλαδή δεν τα λέμε με την καρδιά μας- κι η αφήγησή μας, όσο έντεχνη κι αν είναι προκειμένου να καλύψει την αποστασιοποίησή μας, είναι μια κακή αφήγηση.

Ιδίως τα μαγικά παραμύθια που επιλέγουμε να πούμε, θα έλεγα πως είναι κομμάτια της προσωπικής μας ιστορίας. Όχι της βιογραφίας μας -που δεν έχει καμιά σημασία- αλλά της αληθινής μας ιστορίας. Ο συγχρωτισμός μας με την ιστορία μας, ειπωμένη με φωνούμενο λόγο από μας τους ίδιους, (όπως στη διαδικασία της ψυχανάλυσης), μας αποκαλύπτει κρυφές πτυχές του εαυτού μας και τις βγάζει στο φως.

Η παρέα με τους γερο-σοφούς που είναι τα παραμύθια για μας τους παραμυθάδες, είναι σαν φτουξελευτερίακαι πάντα ελπίζουμε πως ανάμεσα στους ακροατές μας θα υπάρχουν κάποιοι -έστω ένας- που το παραμύθι που λέμε τους αφορά όσο κι εμάς, και τους απελευθερώνει όσο εμάς.

Το έχω πει και το έχω γράψει κι άλλες φορές πως η ωραιότερη απάντηση παραμυθά στην ερώτηση: «Γιατί λες παραμύθια» έρχεται από τον Γάλλο ομότεχνο Μισέλ Ιντενόκ κι έχει να κάνει με μια παλιά παράδοση των κυνηγών από τα μέρη του, τον Μέλανα Δρυμό:

«Στα παλιά χρόνια, οι κυνηγοί στο μαύρο δάσος, όταν σημάδευαν ένα ζώο, προσπαθούσαν να το κάνουν χωρίς να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με το θήραμά τους, γιατί έλεγαν πως αν αντίκριζαν το βλέμμα του λίγο πριν το σκοτώσουν, τότε το πνεύμα του που ήταν γεμάτο θάνατο τους μαύριζε το αίμα. Αν γινόταν αυτό, ο κυνηγός γυρνούσε μόνος στο χωριό, απομονωνόταν για μέρες, δεν έτρωγε, δεν έπινε και δεν μιλούσε σε κανέναν ώσπου να νιώσει μέσα του πως ήλθε η ώρα ν’ αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Λέγοντας στους άλλους τι ακριβώς έγινε σ’ εκείνο το κυνήγι κι αντίκρισε το βλέμμα του ζώου που σκότωσε, καθάριζε το αίμα του. Λέω παραμύθια για να καθαρίσω το μαύρο μου αίμα».

 

Όλοι οι παραμυθάδες στο βάθος της καρδιάς μας το γνωρίζουμε πως τα παραμύθια -και πάνω απ’ όλα τα μαγικά παραμύθια- μας καθαρίζουνε το αίμα, που πάει να πει πως μας κάνουν καλό. Όσο κι αν κάποιες φορές, με μια πρώτη ματιά, μοιάζουν παθητικοί οι ήρωές τους, πάντα έρχεται η στιγμή ν’ αντικρίσουν το βλέμμα του αγριμιού που είναι λουσμένο θάνατο, πάντα μαυρίζει το αίμα τους και πάντα στο τέλος, αποδεχόμενοι τη θνητότητα, μετακινούνται προς τη ζωή και το αίμα τους καθαρίζει.

Όσο για μένα, βρήκα τη δικιά μου απάντηση στο «γιατί λέω παραμύθια»πριν από κάμποσα χρόνια, μια μέρα που έβλεπα στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για δεινόσαυρους. Επιστήμονες συζητούσαν για ένα απολίθωμα αυτού του παράξενου ζώου που είχε ίχνη φτερών και δεν ήξεραν αν ήταν ένα είδος που είχε πετάξει στο παρελθόν και βρισκόταν σε ένα στάδιο εξέλιξης όπου χάνονταν τα φτερά του ή το αντίθετο, αν επρόκειτο να πετάξει στο μέλλον. Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, ψαχούλεψα την πλάτη μου, εκεί ανάμεσα στους ώμους, κι ένιωσα πως είχα τέτοια χνάρια. Έξαφνα, γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα ότι αυτό είναι ο παραμυθάς: ένα πλάσμα που ξέρει πως έχει χνάρια από φτερά. Άραγε να πετούσε κάποτε και με τις αφηγήσεις του θέλει τώρα να ιστορεί τις μνήμες τ’ ουρανού ή ετοιμάζεται να πετάξει και μιλάει ακατάπαυστα γι’ αυτό, για να πάρει κουράγιο, επειδή δεν τ’ αποφάσισε ακόμα;

Σκίτσο: Αλέξανδρος Καραβάς

Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 3 (Οκτώβρης 2019), σ. 22-29.