[Απόσπασμα]
Ι
Οι γεννημένοι μετά το 1977 Έλληνες ποιητές, όσοι δηλαδή κινούνται στις ηλικίες έως περίπου σαράντα ετών, έχουν γίνει αντικείμενο πολλαπλών αναφορών, αξιολογικών κρίσεων, κριτικών αναλύσεων και φιλολογικών προσεγγίσεων, σε βαθμό που για τα ελληνικά δεδομένα ίσως και να είναι πρωτόγνωρος. Ανθολογίες, μεταφράσεις, βραβεύσεις, παρουσιάσεις, κριτικά σημειώματα, λίστες και ομαδοποιήσεις λειτουργούν ωσάν να βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεθοδική ˗αν όχι μεθοδευμένη˗ απόπειρα δημιουργίας μιας κατηγοριοποίησής τους σε αυτό που οι ακαδημαϊκοί αρέσκονται να αποκαλούν «γενιά» ˗παρόλο που εξαιτίας της προβληματικής χροιάς του συγκεκριμένου όρου˗, ποτέ δεν ορίζεται σαφώς ένας τέτοιος στόχος. Τα συνεκτικά χαρακτηριστικά που πολλοί επικαλούνται για να στοιχειοθετηθούν οι όποιες ομαδοποιήσεις ονομάτων άλλες φορές σχετίζονται με κοινά υφολογικά και γραμματολογικά γνωρίσματα, άλλες φορές αντλούνται από το ιδεολογικό κοινωνικοπολιτικό φορτίο που εμπεριέχεται στο έργο τους, άλλοτε πάλι ορίζονται ως τέτοια κάποια εντελώς εξωκειμενικά επιφαινόμενα, όπως ο βαθμός και ο τρόπος προβολής, κοινωνικές συμπεριφορές και άλλα.
Σε αυτόν τον δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει, το παρόν κείμενο επιδιώκει να συνεισφέρει θεωρητικά και να ιχνηλατήσει έναν άλλο συνεκτικό ιστό που φέρνει σε διάλογο διαφορετικές μεταξύ τους ποιητικές φωνές της ίδιας ηλικιακής γενιάς. Το συνεκτικό αυτό στοιχείο, θεωρητικό και γι’ αυτό θεμελιώδες, αντανακλάται στη μορφή του έργου κάποιων από αυτούς τους νέους Έλληνες ποιητές και εφορμά από μια συγκεκριμένη φιλοσοφική και αισθητική κατεύθυνση που έρχεται από μακριά: συγκεκριμένα από τον χώρο της ρομαντικής έννοιας της ειρωνείας, όπως την είχε περιγράψει και αναλύσει κυρίως ο Schlegel. Η μορφή με την οποία αυτή η φιλοσοφική δεξαμενή εκδηλώνεται στην ποιητική αυτών των νέων ποιητών είναι ένας νέος αφηγηματικός-αντιεπικός και μυθιστορηματοποιημένος ποιητικός λόγος.
Μία τέτοια θεωρητική θέση που θα επιχειρηθεί ν’ αποδειχθεί στη συνέχεια, είναι ικανή να λειτουργήσει ως ένα άλλο πρίσμα κατανόησης, ανάλυσης και εμβάθυνσης του έργου των νέων ποιητών των οποίων το δείγμα δουλειάς ξεπερνά τα δυο βιβλία και φαίνεται πως έχουν αρχίσει να χαράζουν έναν δικό τους συγγραφικό δρόμο στον χώρο της ποίησης. Προφανώς, με το παρόν κείμενο δεν επιχειρείται να οριστεί καμιά υποομάδα και δεν οριοθετείται καμιά ποιητική «σέχτα» εντός των νέων Ελλήνων ποιητών, για τους οποίους, ακριβώς λόγω της πολυποίκιλης ποιητικής τους, η λέξη «γενιά» μόνο ημερολογιακά μπορεί να νοηθεί. Γι’ αυτόν τον λόγο συνειδητά δεν θα υποπέσουμε στον πειρασμό της ονοματολογίας. Δεν θα ήταν άτοπο όμως εάν υποστηρίζαμε πως η πρόταση που το παρόν κείμενο κομίζει, έχει έναν απώτερο στόχο: να υπονοήσει πως το σημερινό ιστορικό γίγνεσθαι στο μεταίχμιο της μετα-νεωτερικότητας πυροδοτεί κοσμοϊστορικές αλλαγές και ριζικές εξελίξεις στην ανθρώπινη συνείδηση, στον χώρο των ιδεών, του πνεύματος και άρα στον χώρο της τέχνης και της ποίησης. Αλλαγές και εξελίξεις εντελώς διαφορετικές, όμως, παρόμοιας σημασίας και ισχύος με εκείνες που πρώτοι αντιμετώπισαν οι ρομαντικοί ποιητές της πρωτοβιομηχανικής εποχής. Άλλωστε, η επανεφεύρεση των μέσων και των τρόπων, ώστε να περιγραφεί και ταυτόχρονα να οικοδομηθεί ο νέος κόσμος, προκύπτει ως ανάγκη σε κάθε μεταιχμιακή εποχή που έχει πίσω της έναν καταρρέοντα κόσμο, είτε αυτός είναι ο εραλδικός και φεουδαρχικός, είτε ο φιλελεύθερα καπιταλιστικός. Ο νέος ελληνικός ποιητικός λόγος λοιπόν, για πρώτη φορά τόσο άμεσα συνδεδεμένος με το παγκόσμιο ποιητικό γίγνεσθαι, μοιάζει, μέσα από τις ποιητικές φωνές που ορίζονται στο παρόν κείμενο αφηγηματικές-αντιεπικές και μυθιστορηματοποιημένες, να έχει εισέλθει για τα καλά στη βάσανο της συγκρότησης μιας ου-τοπίας, (μιας διακριτής ποιητικής με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που δεν υπήρχε πριν) εντός της μετα-νεωτερικότητας. Εδώ και τώρα.
Εδώ και τώρα, μοιάζει να κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο η αυτοματοποιημένη γλώσσα ταυτόχρονα με την αυτοματοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Καθώς το ρητορικό παιχνίδισμα αλλεπάλληλων σημείων με σημαινόμενα που καταπίνονται από τη βροχή σημαινόντων θεωρείται γλώσσα, η άνευ σημαινόμενου πραγματικότητα είναι γεγονός. Ζούμε κατασκευάζοντας ένα μαυσωλείο ελαφρότητας, εκχυδαϊσμού, σχετικισμού, υποκειμενοκρατίας ˗ το μαυσωλείο του παρελθόντος που θα γίνουμε. Δεν θα ήταν λάθος αν λέγαμε πως η εμπορευματοποίηση του αίματος, της ανάσας, της κραυγής, έχει αναβαθμιστεί σε ψηφιακώς ενσαρκωμένο βίο ˗τον μόνο αληθινό˗ για τον καταναλωτάνθρωπο. Ανασαίνουμε στον αυτόματο πιλότο τη μεγάλη βουβαμάρα της απόλυτης αμηχανίας, όντας πλέον οι ίδιοι απόλυτοι μιμητές μηχανών. Ως παραγωγοί του πλούτου των ολίγων παίρνουμε αποστάσεις αδιαφορίας με τη μορφή της «τρολαριστικής» αποχής από τα κοινά, ορίζοντας έτσι ερήμην μας τους ταγούς της πολιτικής μας εκπροσώπησης, η οποία αποτελεί πια άλλο ένα εξειδικευμένο πεδίο επαϊόντων στα της ελεύθερης οικονομίας των οίκων αξιολόγησης. Κι όλα αυτά ενώ την ίδια στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες, για τον διαμοιρασμό της πλουτοπαραγωγικής πίτας χωρών σφαγιάζονται, δολοφονούνται, πνίγονται, λιμοκτονούν, βιάζονται και βασανίζονται εκατομμύρια άνθρωποι «με δυο μάτια όπως εμείς»1 στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης.
Μέσα σε αυτήν την αποχαυνωτική αυτοματοποίηση της πραγματικότητας, μέσα στη συνολική παθητικοποίηση των συνειδήσεων, μέσα στην απολυταρχία μιας μεταφυσικής αιτιοκρατίας που ως δόγμα έχει καταστήσει άνευ σημασίας τον ανθρώπινο τελολογικό παράγοντα, ξετυλίγεται -και- το ποιητικό φαινόμενο της συγχρονικής ελληνικής ποίησης. Αυτό το «μέσα» είναι που διαμορφώνει τις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες όπου γαλουχούνται πνευματικά και ωριμάζουν εκείνες οι νέες ποιητικές φωνές στις οποίες το παρόν κείμενο αποδίδει τα δυο προαναφερθέντα χαρακτηριστικά που είναι αξεδιάλυτα μεταξύ τους και τα οποία βρίσκονται σε σχέση ανάλογη με εκείνη της μορφής και του περιεχομένου. Αφενός εκείνο της ρομαντικής ειρωνείας, όπως αυτή νοήθηκε κυρίως από τον Schlegel,και αφετέρου εκείνο της αφηγηματικής αντι-επικής, μυθιστορηματικής μορφής.
Σχέδιο: Ελένη Ρουσοπούλου
[Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες κείμενο στην έντυπη έκδοση του Τεύχους 2 του περιοδικού που κυκλοφορεί: Νικόλας Ευαντινός,”Η ρομαντική καταγωγή των νέων Ελλήνων ποιητών”, Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα Παραμεθορίου, τ. 2, Απρίλης 2019, σ. 110-121].