Κανένα άγχος δεν έχω να τολμήσω τον ορισμό της γενιάς που με συνέχει κι ούτε ο φιλολογικός εγκιβωτισμός αποτελεί βασική μου προαίρεση. Δεν το δικαιούμαι καν. Άλλωστε, η εποπτεία μου ως προς τη νέα ποιητική γενιά γίνεται όλο και πιο ελλειπτική καθότι τα πεπραγμένα της δεν αποτελούν το πρωτεύον αναγνωστικό πεδίο έλξης μου. Γιατί το τολμώ λοιπόν;
Γιατί αφενός κυριαρχούμαι από την πεποίθηση πως ο ποιητής πρέπει να αυτονομηθεί ως συλλογικό υποκείμενο, κόβοντας τους σαγηνευτικούς δεσμούς του με την ακαδημαϊκή φιλολογία, διεκδικώντας έμπρακτα δοκιμιακό χώρο από τους επαγγελματίες κριτικούς τέχνης, που συνήθως καίγονται στον θεσμικό πυρετό. Αφετέρου δεν ελέγχω τα δάχτυλά μου αυτή τη στιγμή. Θα έλεγα πως με κάποιον τρόπο όλα αυτά γράφονται ερήμην μου. Είναι περασμένη η νύχτα. Είμαι μόνος. Και βρίσκομαι υπό την επήρεια της αζήτητης συλλογής Φαρέτριον του Νίκου Καρούζου. Σου έχει τύχει να κλωτσάς ένα νεράντζι στο πεζοδρόμιο και η τροχιά που παίρνει να γίνεται οδηγός σου;
Μέσα στο Φαρέτριον υπάρχει ο καρπός του μέλλοντος που έχει ήδη καταφτάσει, μας έχει ζώσει, και γευόμαστε τώρα την πίκρα του. Σε μια ανύποπτη στιγμή, σ’ ένα προχωρημένο σημείο του βιβλίου, συμβαίνει κάτι αλλόκοτο. Λίγο πριν τελειώσει το ποίημα «Ηχομόνωση» ο ναυπλιώτης ποιητής λες και κυριεύεται από τον δαίμονα του λεκτικού, λυτρώνεται από τα δεσμά του γραμμικού χρόνου και πραγματοποιώντας μια αλματώδη επιτάχυνση στον χρόνο, αρχίζει εν έτει 1981 ανεξήγητα να γράφει το τέλος του ποιήματος στα greeklish. Ας δούμε το σημαντικό αυτό ποίημα:
ΗΧΟΜΟΝΩΣΗ
Χάραζε τώρα ξάστερα ιερογλυφικά.
βγες και λυτρώσου / να μια γελοία προσταχτική /
στο Ασύνεχο.
Η μια μου λέξη ας κοροϊδεύει πάντα την άλλη
στο υπόγειο της γλώσσας η λαλέουσα μαύρη αιθάλη.
Τα κύτταρά μου είναι πλασμέν’ από απελπισία.
πέρ’ από κάθε γλώσσα
πέρ’ από κάθε γλώσσα to dasos me klamena
megala klonaria fteruyize sto adinato i
sto fegarofoto
Πρόκειται για ένα ποιητικό όριο. Που δεν έχει γυρισμό. Ο Αλέξης Τραϊανός αυτοκτονεί εκείνη τη στιγμή που γράφεται το ποίημα. H Ελλάδα εισέρχεται στην ΕΟΚ και το ΠΑΣΟΚ παίρνει παραμάσχαλα την εξουσία. Ακόμα κι αν μου υποδειχτεί πως υπάρχει κι άλλος ποιητής πριν τον Καρούζο που μεταχειρίζεται με αποφατικό τρόπο τα greeklish ˗δεν έχω κάτι υπόψιν μου˗ δύσκολα θα μπορέσω να δεχτώ τη συμβολικότητα τόσο της στιγμής όσο και των προθέσεών του. Διότι δεν αρκεί να πούμε πως ο Καρούζος παράγει εδώ απλώς μια απελευθερωτική στιγμή φωτίζοντας μια εικόνα από το μέλλον. Σαφέστατα, βέβαια, εκκινεί από αυτό καθότι όλο το βιβλίο χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρη αντιμιμητική τόλμη, με την έννοια της τόλμης που αποδίδει ο Λεοπάρντι στην τέχνη, ο οποίος τονίζει πως: «από φόβο μήπως δημιουργήσουμε απαίσια έργα, ούτε καν που επιχειρούμε να δημιουργήσουμε εξαίρετα έργα, και καταλήγουμε σε μέτρια έργα». Ο Καρούζος στο Φαρέτριον, που σημαίνει θήκη στην οποία φυλάσσονται και μεταφέρονται τα βέλη, ένας όρος πολεμικός και ποιητικά άκρως εμβληματικός, δεν φοβάται το σφάλμα ή την αποτυχία, ξεπερνάει κάθε έννοια φιλολογικής δειλίας, που συνάδει με το διεφθαρμένο γούστο της εποχής του, και αφήνεται σύσσωμος στις προθέσεις μιας εκστατικής «φθογγικότητας». Γεύεται γλωσσικά συναισθήματα, απολαμβάνει τις ακροβασίες του λόγου του, μεταχειρίζεται έννοιες αντιποιητικές, δεν τον απασχολεί διόλου η κριτική, δεν επικοινωνεί καν με τον αναγνώστη του. Τουλάχιστον με τον αναγνώστη της εποχής του. Διότι δεν μπορούν οι αναγνώστες εκείνου του καιρού να κατανοήσουν το πού παραπέμπει αυτού του είδους η αγγλοελληνική γραφή. Δεν μπορούν να συλλάβουν πώς ο εκβαχευμένος Καρούζος έχει πατήσει Αlt+Shift στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του για να γυρίσει τη γλώσσα στα αγγλικά χωρίς να διαθέτει καν ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Μα θα το ξανατονίσω: δεν αρκεί να πούμε πως ο Καρούζος απλώς παράγει εδώ μια απελευθερωτική και αερόβια στιγμή στην οποία απλώς φανερώνει ένα μελλούμενο. Γιατί το μελλούμενο φανερώνεται εδώ χωνεμένο, ως μια de facto συνθήκη. Μοιάζει παράξενο μα έτσι μου μοιάζει: ο Καρούζος δεν γράφει απλώς σε greeklish για να καταδείξει την αλλοίωση της επικοινωνίας στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο που καταφθάνει και στον οποίον το τεχνολογικό μέσο θα επικυριαρχήσει, καθώς θα αναχθεί από τεχνολογικό εργαλείο σε μέθοδο επιρροής του στοχασμού. Αυτό που επιθυμεί ο ποιητής είναι να παρέμβει εμπράκτως στη φιλολογική συζήτηση που θα ξεκινήσει 30 χρόνια μετά την εποχή του. Να πάρει θέση στον δημόσιο διάλογο μιας εποχής στην οποία θα είναι απών. Ας δούμε λοιπόν το περιβάλλον του ποιήματος.
Όλο το ποίημα αρχαιολογεί βαθιά. Έρπει στα υπόγεια των γλωσσικών νοημάτων. Θέλει να αντικρίσει το εξωγλωσσικό, να το βάλει στη χούφτα του, να το κάνει να φτύσει το γάλα της μάνας του. Υπνοβάτης ο Καρούζος κατεβαίνει στο «υπόγειο της γλώσσας» και έρχεται αντιμέτωπος με το νέφος που επικρατεί κατά τα λεγόμενα των στρουκτουραλιστών. Στεκόμενος ακόμα στο κατώφλι της θύρας, έρχεται αντιμέτωπος με τη «λαλέουσα μαύρη αιθάλη», κατά τα λεγόμενα τα δικά του, που τη βλέπει να ζώνει μέσα τον χώρο. Εκεί ακριβώς αντικρίζει τη βασική διαπίστωση του Παντελή Μπουκάλα, ο οποίος το όρισε πολύ σωστά:
Όταν φοβήθηκε
έφτιαξε τις λέξεις
Από τότε
αγαπάει πάντοτε δια μέσου.
Τι σημαίνει όμως το όρισε πολύ σωστά; Μήπως η ορθότητα είναι αδελφός της λιποψυχίας; Τι θα πει «δια μέσου»; Τι θα πει αγάπη διαμεσολαβημένη από λέξεις; Η ομιλία μας καταλήγει σε ήττα; Δεν απαντά ξεκάθαρα ο Μπουκάλας στα ερωτήματα αυτά, γιατί δεν τολμά να εισέλθει μέσα στον προϊστορικό χώρο ˗ και με τα δίκια του ο άνθρωπος. Ο Καρούζος όμως, που δεν έχει και πολλά να χάσει, εισχωρεί εντός, πατάει τρεμάμενος το πόδι του σ’ ένα ανεξιχνίαστο και γονικό έρεβος, και καταφέρνει να γίνει ο «βλέπων», διαπιστώνοντας απαντητικά το εξής: «Τα κύτταρά μου είναι πλασμέν’ από απελπισία».
Στο συναίσθημα αυτό και στους επιφωνηματικούς ήχους της οδύνης εντοπίζει το γλωσσικό αρχέτυπο, κατά την επίσκεψή του στο κάτεργο του γλωσσικού που τόλμησε να εισδύσει. Ώστε γράφει το ποίημα αυτό για να ορίσει τη δυστυχία του που γράφει το ποίημα αυτό; Επιθυμεί να ευτελίσει την ίδια τη γλώσσα της τέχνης του, παραδεχόμενος την προσωπική του ήττα; Ξεκάθαρα ναι: «Δεν πάει πια μέσ’ απ’ τις λέξεις η υπόθεση» θα γράψει λίγο παρακάτω, πράττοντας ποητικά ενδεχομένως τα λεγόμενα του Φουκώ, που τόνιζε πως η γλώσσα αποκαθιστά τη λησμονημένη διάσταση του υπερβατικού. Μόνο που η προσωπική του ήττα συμπαρασύρει άπαντες. Γιατί συνεκδοχικά, δεν αναγνωρίζει την ελληνική υπεραξία που αποδίδεται στη γλώσσα, αποκαλώντας τη μια «πανάκριβη φενάκη». Αποκόβεται από το «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» του Άξιον Εστί που κυριαρχεί και πλανεύει τις ψυχές της εποχής του. Μια εποχή που ταλανίζεται από τις τρισχιλιετείς συνέχειες. Κάθε τι συλλογικό και εθνικό δεν είναι παρά μια σειρά από ατομικότητες απελπισίας. Ο Καρούζος το δηλώνει ρητά: «βγες και λυτρώσου […] στο Ασύνεχο» εκεί όπου όλα είναι επιτρεπτά γιατί είναι σωματοποιημένα και ασύνορα. Γίνεται λοιπόν βέβηλος. Τα βάζει με το φιλολογικό πλέγμα της ελίτ. Θέλει να διαβρώσει την ορθότητα του ομιλούντα κανόνα. Να σπάσει το στερεότυπο του πνευματικού ταγού. Ώσπου αρχίζει να γράφει στα greeklish για να εξυψώσει το δίκιο της απέχθειάς του ως προς το μυθολογικό φαντασιακό των ελληνικών αξιών. Και το τεκμηριώνει πώς το δίκιο του; Μέσω της ανάληψης του δάσους. Μέσω της ποιητικής εικόνας. Της πρωτοθεολογικής έκστασης. Της μόνης γλώσσας που αναγνωρίζει. Της οικουμενικής. Της υπεραισθητής. Και της παραισθησιογόνας. Γιατί, μας βεβαιώνει πως «το δάσος θα παίρνει τα μεγάλα κλαμμένα κλωνάρια του και θα φτερυγίζει στο αδύνατο» είτε το πει στα ελληνικά είτε στα greeklish. Δεν κουράζεται να το γράφει στη συγκεκριμένη συλλογή-αναλαμπή: το θαύμα βρίσκεται «πέρα απ’ τη γλώσσα», η αληθινή γνώση βρίσκεται πέρα απ’ τον λόγο, η διαχρονία βρίσκεται πέρα απ’ την αλφάβητο. Ακούστε τον: «άλλο πράμα του λόγου η μαστοριά / κι άλλο η μαστορική της αγωνίας». Ξανακούστε τον παρακαλώ: «Η γραπτή ποίηση / σωριάστηκε στο στήθος μου / σαν ένα τίποτα». Το «fegarofoto» που μοιάζει τόσο πολύ με το «ρίγος» δεν μπορεί να ερμηνευτεί μέσω του λόγου: «Άντε να το πεις με λέξεις…» θα γράψει ο ποιητής, για να συνεχίσει σε άλλο σημείο του Φαρέτριου: «Νενανώ τα συστατικά των ουράνιων ήχων».
Είναι υποχρεωτικό τώρα να επιστρέψουμε στο εν λόγω ποίημα με τα greeklish. Το ονομάζει «Ηχομόνωση». Γιατί; Ίσως επειδή θέλει να σφραγίσει την αποκοπή από τη γενιά του ‘30 και τις παλινδρομίες της στις κλειστοφοβικές και περιούσιες ελληνικότητες. Θέλει να αποτελέσει μια ηχομόνωση στους πατέρες της λογιοσύνης που ζουν για να τιμωρούν τα άτακτα παιδιά τους απ’ τη μια και ν’ «ανεμίζουν τους αμέτρητους γραικύλους» απ’ την άλλη. Θέλει να υπερασπιστεί διαισθητικά τους ποιητές που θα έρθουν στα κατασταλτικά χρόνια του μιλένιουμ και θα ανήκουν «στη γενιά της Ηχομόνωσης». Μια γενιά που ανδρώθηκε μέσα στα τσατ ρουμ και στα big brother κι ύστερα στα μπλογκς και έπειτα στα χάσταγκ. Μιλάμε για ανθρώπους απελπισμένους, που γίνανε ποιητές από υπαρξιακή ανάγκη και όχι για να διασώσουν κάποια ελληνικότητα. Γιατί το έμαθαν για τα καλά πως οι ηττημένες εθνικές αναζητήσεις του παρελθόντος, όποτε φλέρταραν με τον μεγαλοϊδεατισμό της φυλής, πάντα κατέληγαν σε μικρασιατικές καταστροφές και εθνικιστικές οπτασίες.
Κοιτάχτε αυτά τα «μυθόβια όντα». Είναι πια μόνοι τους, εκκινούν από ένα σημείο μηδέν, δίχως συγγενείς και συγγένειες, χωρίς να ξέρουν από πού να πιαστούν, παλεύουν να δημιουργήσουν ένα βαβελικό οικοδόμημα, ζώντας, όπως και ο Καρούζος, την αντίφαση «η μία τους λέξη να ειρωνεύεται πάντα την άλλη». Πώς γίνεται σε τούτη τη Βαβέλ να μιλάμε όλοι άπταιστα την ίδια γλώσσα; Ας όψεται η αλκοολούχα πολυδιάσπαση: η στρεβλή απάντησή μας στον υποθηκευμένο χρόνο που κληρονομήσαμε.
Μιλώ για τη «γενιά της Ηχομόνωσης», λοιπόν, που έμαθε εκ τους βιώματός της να μην ανέχεται τα δασκαλέματα και τις υποδείξεις από τις αυθεντίες των νεοκλασικών σαλονιών και τολμά να κόβει τα δάχτυλα που τη δαχτυλοδείχνουν. Μιλώ για εκείνους που δεν έγιναν τυφλοί ακόλουθοι μίας δοτής παράδοσης, η οποία δεν αντιστάθηκε όσο θα έπρεπε ˗αν δεν βούτηξε κιόλας μέσα με ευχαρίστηση˗ στη λαίλαπα του εκσυγχρονισμού και του οικονομισμού. Μιλώ για τους ποιητές που επιλέγουν οι ίδιοι την παράδοση που θέλουν να τους αντιπροσωπεύσει, όσο κι αν το ξεδιάλεγμα είναι οδυνηρό, όπως για παράδειγμα το να πετάς έξω από τη δεξαμενή τον λόγο που εκφώνησε ο Σεφέρης στο παρασκηνιακό Νόμπελ έτσι ώστε ν’ ακούσεις τις «σάλπιγγες από ανάερο Σικελιανό, φλάουτο από ανύπαντρο Καρυωτάκη» όπως γράφει και ο Καρούζος σ’ ένα ποίημάτου λίγες σελίδες μετά την «Ηχομόνωσή» του. Μιλάω για τη γενιά που επικοινωνεί τη δουλειά της εκτρέποντας τους εκδοτικούς όρους της υποτέλειας μέσα στους οποίους χτίστηκαν οι καριέρες της πρότερης υπνωτικής αγωνίας, για τη γενιά που επαναπροσδιορίζει τα ιερά τέρατα, αναζητά μιαν άλλη ιερότητα, έξω από τα «νεκροφιλικά συμπτώματα των θρησκειών» γιατί θέλει ν’ αποσαθρώσει τις υπάρχουσες κατηγοριοποιήσεις, να «πνίξει στου μυαλού το αίμα τις πουτάνες Κατηγορίες / να κάνει πράξη την όραση / τα χέρια να χωρέσουν στον αέρα». Ξανά όλοι οι στίχοι από το εμβληματικό Φαρέτριον.
Α, όχι, δε σε περιμένω
νά ‘ρθεις απ’ τις λέξεις, όχι πια… Δεν ωφελούν
αυτά τα ορμητήρια.
δαμάζοντας την πλάνη θαν τη νιώσεις
ως πανάκριβη φενάκη τη γλώσσα
εξαντλεί η άτιμη σύντομα το μικρό μας μεροκάματο.
Και μας λείπει ο Πόρος.
πένητες υπάρχουμε.
Φαρέτριον
«Ελευθερία και Ποίημα» (απόσπασμα)
Την ονομάζω «γενιά της Ηχομόνωσης», ποιητές και ποιήτριες που γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του Φαρέτριου, και πρωτοερωτεύτηκαν στέλνοντας SMS στα greeklish, μίλησαν στην παγκοσμιοποιημένη γλώσσα του ίντερνετ, και τώρα όλοι τους βρίσκονται στις πολιτισμικές επάλξεις καταδικασμένοι στην τέχνη της αποτυχίας. Είναι οι ίδιοι που πρωτοείδαν σε ζωντανή μετάδοση τους πολέμους της Δύσης στα αραβικά κράτη, και η αλληλογραφία τους δεν θα ερευνηθεί ποτέ από κανέναν βιογράφο γιατί βρίσκεται όλη κλειδωμένη σε e-mail. Είναι οι ίδιοι που πρώτα είδαν συνθήματα στους τοίχους και μετά διάβασαν τα πρώτα ποιήματα, και αποφάσισαν να γεννήσουν έξω από τα πεδία της μίμησης, ν’ αναζητήσουν με νέους γλωσσικούς και μορφικούς όρους, γιατί πολύ απλά τους έλαχε αυτή η εθνική ορφάνια, τους έλαχε αυτό το πνευματικό ψύχος ενός λαπωνικού «tat, tat» που μνημονεύει ο Καρούζος και πάλι στο Φαρέτριον. Αυτό το φωνολογικό «tat» των Εσκιμώων ενισχύει ακόμη περισσότερο την πεποίθησή μου πως πρόκειται για ένα βιβλίο γλωσσικά καθοριστικό και βαρυσήμαντο που αναζητά ένα νέο, μετα-ελληνικό γλωσσικό πεδίο, που τιτλοφορείται «γράφω όπως εγώ θέλω», που λογοδοτεί στο «μεγάλο έπος του παράφορου πράσινου» και βροντοφωνάζει: «Προς θεού ω Κορίνθιοι παραγίνηκε πια / η τροπική σας υλοφροσύνη». Ναι, και πάλι όλοι οι στίχοι απ’ το Φαρέτριον.
Κι όλα αυτά, γιατί τα ερμηνευτικά εργαλεία των πρώην συντρόφων μας ποιητών δεν άντεξαν στον χρόνο. Το παρόν τρελάθηκε. Δεν ερμηνεύεται πια. Ω, Νίκο Καρούζε του Φαρέτριου: «το γράφειν… / πρέπει να φτάσει πια στην εξαγρίωση / οφείλουμε να τρελαθούμε». Κι ιδού. Τώρα η συλλογική διέξοδος μεταμορφώθηκε σε ατομική απελπισία. Κι ιδού ξανά: «η αλήθεια ως ενικός είναι άλεχτη». Ο έλεγχος παγκοσμιοποιήθηκε, οι αντιστάσεις μούλωσαν, οι αισθήσεις μας μεταμοντερνοποιήθηκαν, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Κι ίσως εδώ εντοπίζεται μια παράλληλη ερμηνεία της «Ηχομόνωσης». Αναρωτιέμαι μήπως η νέα αρχιτεκτονική της ζωής και της αντίληψής μας, το νέο υλικό διαχείρισης της καθημερινότητας, ο νέος πανοπτικός εγκλεισμός στα μπουντρούμια μιας κοινωνίας-μάρκετινγκ, η νέα γραμματολογία που επικρατεί σε κάθε μορφή επικοινωνίας, και εν τέλει, η ισχύς του νέου κονιάματος στα καπιταλιστικά τείχη, να είναι αυτή που παράγει την «Ηχομόνωση» και μας κωφεύει ˗ «τηλέφωνα δεν ξέρετε την αγάπη / στα άκρα την ξετυλίγετε». Με αποτέλεσμα αυτή η αποκοπή από το λογοτεχνικό παρελθόν και τις ιστορικές παραδόσεις, που τάχα μου έχουμε πόλεμο μαζί τους, να μην συντελείται συνειδητά από εμάς. Ίσως απλά η φωνή του ελληνικού ήθους να μην μπορεί να φτάσει στ’ αυτιά μας. Ή να φτάνει σιγανή και φιλτραρισμένη λορεντζατικά μέσα απ’ τις ρωγμές. Κι εκεί να εντοπίζεται η παρεξήγηση και η παρερμηνεία.
Όπως και να ‘χει όμως δεν υπάρχει γυρισμός. Είτε έτσι είτε αλλιώς είμαστε μόνοι πια. Και πρέπει να φτιάξουμε τη δικιά μας μουσική «βλαστημώντας με τετραγωνικές ρίζες» και «οιακίζοντας τον όλεθρο» καθώς τρεκλίζουμε μέσα σ’ ένα αδιάκοπο και οικουμενικό μεταίχμιο όπου όλα αλλάζουν ραγδαία επεκτείνοντας μιαν έρημο. Ας ελπίσουμε πως το μεταίχμιο αυτό δεν θα μετατραπεί σε μιαν «επ’ άπειρον ερήμωση». Ας ελπίσουμε πως θα ‘ρθει εξαιτίας των δικών αντοχών μας μία γενιά που θα λάβει την αιχμηρή σκυτάλη μας και που θα είναι ικανή να φτάσει εκεί όπου εμείς δεν θα προφτάσουμε: στο σημείο, δηλαδή, ν’ αγγίξουμε τη «φλόγα της βαθειάς ειρήνης» αναγνωρίζοντας τι; «η πραγματική μας εθνικότητα: θνήσκουμε».
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και ζει και εργάζεται ως ρεμβαστής των εκδόσεων Υποκείμενο. Έχει δημοσιεύσει τα βιβλία Ψυτάλλεια (2013) και Αμπερλουδαχαμίν (2015). Το τελευταίο του βιβλίο είναι ο Ούτις (Υποκείμενο, 2017).
Σκίτσο: Ελένη Ρουσοπούλου