Στέλιος Κραουνάκης / Για τον Γιόζεφ Ροτ

Ο Γιόζεφ Ροτ έζησε σε καιρούς ταραγμένους και είδε στη ζωή του να έρχονται τα πάνω κάτω αρκετές φορές μ’ έναν τρόπο βίαιο που υπήρξε καθοριστικός για τη ζωή του και για την εύθραυστη ψυχολογία του. Γεννήθηκε το 1894 στο Μπρόντυ,1 μια κωμόπολη της Γαλικίας, λίγα χιλιόμετρα πέρα από τα Πολωνό-ρωσικά σύνορα, κατοικούμενο από πολυπληθή κοινότητα ορθόδοξων Εβραίων. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του που έπασχε από σοβαρή ψυχική ασθένεια και ο οποίος πέθανε τελικά έγκλειστος σε άσυλο. Μέχρι την εφηβεία του παρέμεινε υπό την κηδεμονία ενός αδερφού της μητέρας του, που ήταν εύπορος επιχειρηματίας. Γεννημένος παραμυθάς, του άρεσε να θολώνει τα νερά για την καταγωγή του. Τον πατέρα του τον περιέγραφε άλλοτε ως μικρέμπορα σιτηρών και ξυλείας και άλλοτε ως υψηλόβαθμο Αυστριακό υπάλληλο, ή ακόμη ως Πολωνό κόμη ή ως ζωγράφο και τον εαυτό του ως νόθο παιδί του.2 Μεγάλωσε χωρίς στερήσεις και αποφοίτησε με άριστα από το Λύκειο, ενώ το 1913 έφυγε για σπουδές γερμανικής φιλολογίας στη Βιέννη. Ζούσε πολύ λιτά για να αντεπεξέλθει και, όπως θα αναφέρει κι ο ίδιος στην αλληλογραφία του αργότερα, εκείνη την περίοδο τρέφονταν κυρίως με ψωμί, δεν είχε παρά ελάχιστες φορεσιές ρούχα, παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα και ασκούσε περιστασιακά το επάγγελμα του δημοσιογράφου.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατατάχθηκε στον Αυστριακό στρατό, μετά από κάποιες αρχικές επιφυλάξεις σχετικά με την αναγκαιότητα του πολέμου, αλλά δεν υπηρέτησε ποτέ ως μάχιμος στρατιώτης, ούτε ως κατάσκοπος, όπως διατεινόταν ο ίδιος αργότερα. Απασχολήθηκε πάντως στο γραφείο τύπου, στην πρώτη γραμμή του μετώπου ζώντας από κοντά τη φρίκη του πολέμου. Η στρατιωτική του ζωή, η απόπειρα φυγής του μέσα από τα Καρπάθια όρη και η πιθανή αιχμαλωσία του από τους Ρώσους αποτέλεσαν βιώματα που του χρησίμευσαν αργότερα ως πρώτη ύλη για το συγγραφικό του έργο.3 Η συντριβή του Αυστρο-ουγγρικού στρατού από τις συμμαχικές δυνάμεις τον οδήγησε πίσω στη Βιέννη, «χωρίς σκοπό, χωρίς χρήματα, χωρίς τίποτα στα χέρια του», όπως γράφει ο στενός του φίλος Στέφαν Τσβάιχ στον αποχαιρετισμό του για τον Ροτ. Επιχείρησε να συναντηθεί με τη μητέρα του, στην πατρίδα του τη Γαλικία που ανήκε πλέον στην Ουκρανία, μπλέχτηκε στην εμπόλεμη κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή με την Τσεχοσλοβακία και μόνο μετά από πολλούς κόπους απέφυγε να επιστρατευτεί και να επιστρέψει πίσω στη Βιέννη, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στη Neuer Tag. Την ίδια περίοδο γνώρισε τη μετέπειτα γυναίκα του Φρηντλ και έγραψε και δημοσίευσε τα πρώτα του ταξιδιωτικά διηγήματα. Το 1920, το κλείσιμο της Neuer Tag τον οδήγησε μαζί με τη Φρηντλ στο Βερολίνο, όπου γνώρισε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα αξιοσημείωτη επαγγελματική επιτυχία. Οι καλύτερες εφημερίδες ζητούσαν κείμενα του και του πρότειναν δικές του στήλες. H Frankfurter Zeitung τον έστειλε για ανταποκρίσεις στη Ρωσία, στην Πολωνία, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία, ταξίδευε συχνά στο Παρίσι και στην Πράγα. «… Το Βερολίνο ήταν μαγνήτης… με τις υπέροχες ορχήστρες του, τις εκατόν είκοσι εφημερίδες του, τα σαράντα του θέατρα, το Βερολίνο ήταν ο τόπος για τον φιλόδοξο, για τον ενεργητικό, για τον ταλαντούχο. Όπου κι αν άρχιζαν, στο Βερολίνο γίνονταν διάσημοι, και το Βερολίνο τους έκανε διάσημους».4

Στα εικοσιοκτώ του χρόνια είχε κατορθώσει να γίνει ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους δημοσιογράφους στην Ευρώπη, να ταξιδέψει σε πολλά μέρη της Ευρώπη και να κατοικεί σ’ ένα άνετο ιδιόκτητο σπίτι στο Βερολίνο. Η άνοδος όμως των Ναζί στην εξουσία, με κεντρικό σύνθημα την «από-εβραιοποίηση» της Γερμανίας, τον ανάγκασε ν’ αναζητήσει την τύχη του μακριά από τη Γερμανία. Εκείνη την περίοδο, ο Ροτ ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος με συνεχή δραστηριότητα και μεγάλη απήχηση, διαβάζονταν πολύ, η γνώμη του είχε βαρύτητα, δεν στρογγύλευε τις απόψεις του, είχε αποδείξει αρκετές φορές ότι μπορούσε να μυριστεί από τους πρώτους τις αλλαγές των καιρών, ήταν ριζοσπαστικός στις θέσεις του και μάλιστα ορισμένα άρθρα του τα υπέγραφε ως «κόκκινος Ροτ». Άσκησε δημόσια και ανοιχτά κριτική ενάντια στα εγκλήματα των φασιστών και επέπληξε όσους διανοούμενους, πολιτικές δυνάμεις αλλά και ενώσεις Εβραίων πίστευαν ότι θα μπορούσαν να συνδιαλλαχτούν με τους Ναζί. Ήδη από το 1923 στο μυθιστόρημα του Ο ιστός της αράχνης, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στις στήλες της Frankfurter Zeitung, μιλούσε ανοιχτά για το ενδεχόμενο απόπειρας ανατροπής της εκλεγμένης κυβέρνησης από τον Χίτλερ και τον στρατηγό Λούντεντορφ – κάτι που τελικά συνέβη λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση της δημοσίευσης του μυθιστορήματος και έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «το πραξικόπημα της μπυραρίας».

Η Φρηντλ άρχισε τότε να παρουσιάζει τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια παράνοιας. Το 1925 μετακόμισαν στο Παρίσι και εν συνεχεία στη Βιέννη. Είναι μια δημιουργική περίοδος παρόλα αυτά για τον Ροτ που γράφει και δημοσιεύει διαρκώς (Hotel Savoy και Εξέγερση, 1924, Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, 1926, Φυγή χωρίς τέλος, 1927, Ο βουβός προφήτης, 1928), ενώ παράλληλα συνεχίζει τις ανταποκρίσεις για μεγάλες εφημερίδες. Η Φρηντλ ωστόσο χειροτέρευε διαρκώς με αποτέλεσμα να εισαχθεί σε ιδιωτικό σανατόριο. Ο Ροτ βυθίστηκε σε βαθιά μελαγχολία καθώς αισθανόταν τύψεις για την κατάσταση της γυναίκας του, επειδή : «…δεν κατάφερε να της προσφέρει αυτό που έχει ανάγκη κάθε γυναίκα, τη θαλπωρή της οικογένειας, ένα σπίτι, παιδιά».5 Άρχισε να πίνει χωρίς σταματημό, επέστρεψε στο Βερολίνο και σύναψε μόνιμη σχέση με μία Αυστροκουβανή καλλονή, συντάκτρια σε περιοδικό τέχνης, την Αντρέα Μπελ, η οποία είχε ήδη δύο παιδιά. Για χρόνια συντήρησε την οικογένεια της οικονομικά και προσπάθησε να λύσει τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Το 1930 δημοσίευσε τον Ιώβ που έγινε παγκόσμια επιτυχία. Την επόμενη χρονιά ξεκίνησε να γράφει το αριστούργημά του Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ.

Η υγεία του και τα νεύρα του έχουν ήδη όμως κλονιστεί: το αριστερό του μάτι έχει κατεστραμμένο κερατοειδή, το στομάχι του είναι προβληματικό, σιχαίνεται τη γαλλική μετάφραση του Ιώβ, τα βιβλία του δεν πουλάνε όσο θα ήθελε στην Ευρώπη, δεν μπορεί να μπει στην αγορά της Αμερικής, προχωρά λίγα βήματα κι αυτό με τη βοήθεια μπαστουνιού, περνά τις μέρες του καθηλωμένος σ’ ένα τραπέζι γράφοντας συνεχώς και κυνηγώντας προθεσμίες. Πίνει τόσο που παραδέχεται κι ο ίδιος ότι έχει καταντήσει πια αλκοολικός. Τελειώνουν οι προκαταβολές που έχει πάρει, αρνείται να γράψει δημοσιογραφικά άρθρα, ζητάει δανεικά απ’ όπου μπορεί. Τελικά καταφέρνει να εκδώσει Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ το 1933, οι κριτικές είναι πολύ καλές, οι πωλήσεις ανεβαίνουν συνεχώς μέχρι που ο Χίτλερ παίρνει το χρίσμα και ορκίζεται καγκελάριος. Ο Ροτ φεύγει την ίδια εκείνη μέρα σαν κυνηγημένος, φοβούμενος τη δίωξή του από τους Ναζί. Εγκαταλείπει οριστικά τη Γερμανία. Γράφει σχετικά στον Στέφαν Τσβάιχ στις 6 Απρίλη του 1933, που κρατάει επιφυλακτική στάση απέναντι στους Ναζί: «Δεν υπάρχουν τρόποι να συνδιαλλαχτείς με τέτοιους πιθήκους. Μην τυπώσεις τίποτα. Μην διαμαρτυρηθείς. Βγάλε το σκασμό ή πολέμα τους. Ότι νομίζεις ότι σου ταιριάζει καλύτερα».

Τα επόμενα τρία χρόνια μετακινείται διαρκώς από το Παρίσι στη Μασσαλία και τη Νίκαια κι έπειτα πίσω στο Παρίσι ξανά, κατόπιν Άμστερνταμ, Οστάνδη, όπου και χωρίζει με την Αντρέα Μπελ και ξεκινάει σχέση με τη Γερμανίδα συγγραφέα Ίρμγκαρντ Κόιν. Ο Ροτ εκδίδει το Η ομολογία του δολοφόνου μέσα σε μια νύχτα το 1937, βαφτίζεται καθολικός και εμπλέκεται ενεργά με τους κύκλους των φιλομοναρχικών που επιδίωκαν την παλινόρθωση του διάδοχου του αυτοκράτορα των Αψβούργων στον θρόνο της Αυστρίας. Οι δύο αυτές ενέργειες τον έφεραν σε κάθετη αντιπαράθεση με τους φίλους και γνωστούς του που έκτοτε τον θεωρούσαν αντιδραστικό και οπισθοδρομικό.

Παρότι μια καρδιακή προσβολή τον προειδοποιεί για τη θανατηφόρα επίδραση του αλκοόλ στον οργανισμό του, εκείνος δεν περιορίζει την κατανάλωση του στο ελάχιστο. Είχε την παράδοξη θεωρία ότι το αλκοόλ του στερεί τη ζωή μακροπρόθεσμα αλλά του επιτρέπει να ζει βραχυπρόθεσμα. Το 1938 η Ίρμγκαρντ Κόιν τον εγκαταλείπει για έναν αξιωματικό του ναυτικού. Εκείνη την χρονιά εκδίδει την Κρύπτη των Καπουτσίνων και την επόμενη γράφει τα Ιστορία της χιλιοστής δεύτερης νύχτας, Λεβιάθαν και Ο θρύλος του αγίου πότη. Τα δύο τελευταία εκδίδονται μετά τον θάνατό του.

Πέθανε στις 27 Μαΐου 1939 και θάφτηκε στο Παρίσι.  

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του, το έργο του ξεχάστηκε, ώσπου το 1956 ο Χέρμαν Κέστεν σύστησε εκ νέου το έργο του στο γερμανικό κοινό εκδίδοντας τρεις κομψούς τόμους με τα Άπαντά του. Έκτοτε πλήθος γραπτών (δοκίμια, κριτικές, δημοσιογραφικά κείμενα) καθώς και κάποια χαμένα έργα του που εκδόθηκαν, σε συνδυασμό με την έκδοση της αλληλογραφίας του, συντηρούν το ενδιαφέρον για τον Ροτ που θεωρείται πλέον ένας από τους πιο σημαντικούς γερμανόφωνους συγγραφείς του 20ου αι.. Ο Ροτ διαμόρφωσε το ύφος του από πολύ νωρίς ενώ με τα χρόνια γίνονταν πιο εκφραστικό, ποικιλόμορφο και ευέλικτο. Οι απολαυστικές περιγραφές του διακρίνονται από λεπτές, αλλόκοτες συχνά λεπτομέρειες καθώς και από εικόνες σπάνιας παραστατικής δύναμης. Στη δεκαετία του 1920, όταν η θεματολογία του ήταν ακόμα στενά συνδεδεμένη με την επικαιρότητα της εποχής συνήθως τηρούσε στάση αντικειμενικού παρατηρητή και προσπαθούσε να περιγράφει τα γεγονότα όπως ακριβώς τα έβλεπε.6 Το στοιχείο της ειρωνείας επιστρατευόταν για να εκφράσει τόσο την αγανάκτηση, όσο και τη συμπόνια.

Το 1931, όπως αναφέρει ο ίδιος σ’ ένα γράμμα του στον Στέφαν Τσβάιχ, είχε ήδη ολοκληρώσει δέκα μυθιστορήματα και πάνω από τέσσερις χιλιάδες άρθρα σε εφημερίδες. Κάνοντας τις σχετικές διαιρέσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι έγραφε περίπου ένα άρθρο εφημερίδας κάθε ημέρα και σχεδόν ένα μυθιστόρημα τον χρόνο, επί έντεκα συναπτά έτη. Συνέχισε σχεδόν με τους ίδιους ρυθμούς μέχρι το τέλος της ζωής του. Η θεματολογία που ανέπτυσσε στα άρθρα του κάλυπτε μια ευρεία γκάμα θεμάτων: πολιτικά, κοινωνικά, ηθογραφικά, μέχρι και κείμενα για τις τεχνολογικές εξελίξεις, τα τραμ, τους αγώνες ποδηλασίας και τον επιπόλαιο τρόπο ζωής των Βερολινέζων. Σε κάθε ευκαιρία πάντως, φρόντιζε να διαχωρίζει τη θέση του ρεπόρτερ από τον δημοσιογράφο και να τονίζει ότι αυτός πάνω από όλα είναι λογοτέχνης.7 Στο παρόν δοκίμιο θα σχολιαστούν τρία κυρίως έργα του με την επιδίωξη να φανεί η εξέλιξη στη θεματολογία του, η πυκνότητα του ύφους του και η πνευματική του πορεία μέσα στους χαλεπούς καιρούς που έζησε και δημιούργησε, συντετριμμένος ανάμεσα σε δυο Παγκόσμιους Πολέμους.

  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ  

  1. Αν και ο ίδιος ο Ροτ ισχυρίζονταν αργότερα ότι είχε γεννηθεί σε ένα χωριουδάκι κοντά στο Σβόμπυ, θεωρώντας ότι το γερμανικό τοπωνύμιο Σβάμπεντορφ, ακούγονταν πιο αποδεκτό στους Αυστριακούς κύκλους.
  2. J. ROTH, Το κάλπικο ζύγι, μτφρ. Μ. ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ, Άγρα, 2017, σ. 11.
  3. Το κάλπικο ζύγι, ο.π., σ. 13.
  4. P. GAY, Η πνευματική ζωή στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, μτφρ. Β. ΤΟΜΑΝΑΣ, Νησίδες, 2010, σ. 107.
  5. J. ROTH, Φυγή χωρίς τέλος, μτφρ. Σ. ΧΑΛΙΚΙΑΣ, Οδυσσέας, 1993, σ. 180.

 

Σκίτσο: Ελένη Ρουσοπούλου

[Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες κείμενο στην έντυπη έκδοση του Τεύχους 1 του περιοδικού που κυκλοφορεί.]