Ζ. Δ. Αϊναλής / Η θανάσιμη μοναξιά του Μάνου Καλογιάννη

τσιρκας

[Απόσπασμα]

«Μ’ ακούν οι φίλοι και κουνούν μ’ εμβρίθεια το κεφάλι: «Πάει, το καβάλησε το καλάμι, το γύρισε κι αυτός στη μεταφυσική». Πώς να τους πείσω, Μάριε, πως τρίτη μέρα από το θάνατό σου, περπατούμε πλάι-πλάι στο γιαλό, κι αν μπούμε στο καΐκι του Θεοδωρή και τραβήξουμε ανατολικά, θα πέσουμε στα Ψαρά κι απ’ εκεί πιο πέρα στη Σμύρνη, το ίδιο δρομολόγιο που έκανε στην Κατοχή, φευγατίζοντας αποκλεισμένους Άγγλους κι Έλληνες αξιωματικούς, μα τούτοι κάνανε τη βόλτα και ξανάρθαν από τη νοτιά, το Δεκέμβρη, και πιο ύστερα, πιο ύστερα, κι ακόμα, ακόμα τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι… Πώς να τους πείσω, πως άλλος δρόμος δεν μου μένει απ’ εδώ και πέρα, θα περπατώ πάνω στο σύνορο, κι όπως πηγαίνω για να βρω το αύριο, πάλι εσένα θ’ ανταμώνω και τους άλλους, μ’ όλο που μείνατε πίσω από καιρό.»

Στρατής Τσίρκας, «Στήλη – Μάριος Χάκκας», Η Συνέχεια, τ. 2 (Απρίλης 1973), σ. 54.

«The part of the professional revolutionists usually consists not in making a revolution but in rising to power after it has broken out, and their great advantage in this power struggle lie less in their theories and mental or organizational preparation than in the simple fact that their names are the only ones which are publicly known.»

Hannah Arendt, On Revolution, 1963, σ. 252.

 

Κατά τις 11.00 με κάλεσε ο σύνδεσμος της ΑΣΟ στο Διοικητήριο. Χωρίς καλημέρες, χωρίς διατυπώσεις μου έδωσε τα χαρτιά. Άδεια εξόδου, λέει, μέχρι τα ξημερώματα. Παρουσιάζεσαι στις 06.00 ακριβώς. Το καλό που σου θέλω να είσαι εδώ. Γιατί, ρώτησα; Σήκωσε το βλέμμα απ’ τα χαρτιά και με κοίταξε. Τι γιατί; μου λέει. Γιατί η άδεια, ρωτάω. Παρακολούθηση, μου λέει, αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες, θα σ’ τα πουν στα Γεροσόλυμα. Σύντροφος για εχτρός; τον ρώτησα. Σύντροφος… μάλλον… θα σ’ τα πουν στα Γεροσόλυμα, θα συναντήσεις έναν σύντροφο στον Πύργο του Δαυίδ, έκανε ο σύνδεσμος και χαμήλωσε το βλέμμα ξανά στα χαρτιά που είχε μπροστά του δίνοντάς μου να καταλάβω πως η συζήτηση τέλειωσε. Φτάνοντας στην πόρτα με σταμάτησε. Η μπεζίνα του στρατού φεύγει στις 12.00, έκανε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα, βιάσου. Και βιάστηκα. Όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία. Μας πήρε κοντά τέσσερις ώρες να φτάσομε απ’ το στρατόπεδο στην Καφριώνα στα Γεροσόλυμα. Και ξέχασα να ρωτήσω πως θα μου έδινε γνωριμιά ο σύντροφος που θα συναντούσα στα Γεροσόλυμα! Κατά τις τέσσερις, τέσσερις και σταμάτησε η μπεζίνα έξω από την Πύλη της Γιάφφας και κατευθύνθηκα προς τον Πύργο του Δαυίδ. Ξάφνου άκουσα κάποιον να με φωνάζει: Χρήστο, Χρήστο! Έψαξα με τα μάτια να δω ποιος με φώναζε. Φώτη! αναφώνησα μόλις τον είδα. Κι αν τον ήξερα τον Φώτη! Είχαμε κάνει μαζί όλο το ταξίδι της προσφυγιάς από τη Χίο ίσαμε την Παλαιστίνη. Τον ήξερα από τα πριν… έμενε με τη μάνα του στο Κάστρο. Πείνα και των γονέων… Μια μέρα μου λέει Χρήστο θα φύγω. Πάρε κι εμένα μαζί σου Φώτη του λέω. Εκάτσαμε πλάι-πλάι στον σκυλοπνίχτη Χίο-Τσεσμέ με τα γερμανικά περίπολα να γαζώνουν τη νύχτα τα κύματα κι από κει στα βαγόνια των Άγγλων. Ήτανε καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός μου και τον είχα για αδελφό. Εδώ μας χώρισαν. Εμένα με στρατολογήσανε με το ζόρι στο πεζικό, εκείνος δήλωσε εθελοντής για το ναυτικό – είχε δουλέψει παλιά ναυτεργάτης. Απ’ την αρχή του χρόνου τον είχανε στείλει στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου να βοηθά στην έκδοση του «ΕΛΛΑΣ». Είχε κάνει και τυπογράφος παλιά. Είχε μάθει την τέχνη μόνος του! Πίσω στο νησί είχε βγάλει κι ένα βιβλίο με ποιήματα. Κι εδώ διαβάζαμε τα ποιήματά του απ’ τις σελίδες του «ΕΛΛΑΣ» και παίρναμε θάρρος. Είχα διαβάσει τις προάλλες τους «Χαλκιάδες» και μ’ άρεσε. Τα καταλάβαινα τα ποιήματά του. Τα διαβάζαμε στο στρατόπεδο ξανά και ξανά. Δεν μου ‘παν πως θα συναντηθώ με σένα, του είπα ενώ ακόμα αγκαλιαζόμασταν. Έτσι είναι αυτά, μου λέει. Μα που το ‘ξεραν πως γνωριζόμαστε, ρώτησα. Όλα τα ξέρουν, είπε εκείνος. Κι έτσι πρέπει δηλαδή, μην τα ρωτάς. Και τώρα τι κάνομε, ρώτησα. Πάμε να βρούμε τον Άνθρωπό μας, μου λέει. Θα στα ‘ξηγήσει κείνος καλύτερα, είπε και πήρε να περπατά. Ένας δρόμος είναι τα Γεροσόλυμα. Μέσα απ’ τις καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία πιάσαμε να λέμε τα νέα μας. Συναντήσαμε τον Άνθρωπο μας σ’ έναν καφενέ στον αράπικο μαχαλά. Τη θυμόμουν τη φάτσα του. Τον ήξερα από το στρατόπεδο, αλλά δεν εγνώριζα ότι ήτανε δικό μας, και μάλιστα στέλεχος. Μιλούσε γρήγορα, αλλά δεν ήταν νευρικός. Πρώτα έπιασε κι έκανε μια επισκόπηση λέει της παγκόσμιας κατάστασης. Εγώ κοιτούσα το ρολόι. Κάποτε ήρθε και στο ζουμί. Ήθελε λέει να πιέσει να έρθει μαζί μας έναν καλαμαρά, βετεράνο της Αλβανίας, να τρέξει μιαν αντιφασιστική εφημερίδα που ετοίμαζε η οργάνωση. Θα τη λέγαμε λέει «Μαχητή» και θα συγκέντρωνε τα νέα των αντιφασιστών στη Μέση Ανατολή, θα μαχόταν τα ψέματα των μοναρχοφασιστών και θ’ ανύψωνε το φρόνημα των αγωνιστών. Έκανα κάτι να πω μα μ’ αντίκοψε με το χέρι (ήθελα να του πω γιατί έπρεπε να βρούμε έναν τρίτο ενώ τη δουλειά μπορούσε μια χαρά να την αναλάβει ο Φώτης – εκοίταξα τον Φώτη μ’ εκοίταξε κι εκείνος, κατάλαβα – δεν έπρεπε να τα σκαλίζω). Θα τον παρακολουθήσουμε σήμερα και με την πρώτη ευκαιρία θα του μιλήσω, μου κάνει. Από σένα θέλω να γίνεις η σκιά μου αν κάτι πάει στραβά. Κι αν πάει στραβά τι, τόνε ρωτάω. Δεν θα πάει, μου λέει, τον ξέρω, αλλά καλύτερα να φυλαγόμαστε. Είχαμε αράξει σ’ έναν κήπο, και παρακολουθούσαμε μια πανσιόν όλο το απόγευμα στον γερμανικό μαχαλά. Κατά τις 10.00 φάνηκε το πρόσωπο ενός άντρα στον φεγγίτη. Ο Άνθρωπός μας με κοίταξε. Κατάλαβα. Σε λίγο ο άντρας βγήκε με μια γυναίκα. Ξένη φαινόταν, Ευρωπαία… Το ζευγάρι κατευθύνθηκε προς τον κήπο. Βρήκαν το παγκάκι πιασμένο. Ένα άλλο ζευγάρι, Άγγλοι μάλλον κι οι δύο, καταπώς φαίνονταν στο σκοτάδι, ο άντρας σίγουρα δηλαδή γιατί ήτανε ντυμένος τα χρώματα της ΡΑΦ, σφιχταγκαλιαζόταν εκεί πάνω με βουβό πάθος. Αλλά φαίνεται γνωρίζονταν κι εκάτσανε όλοι μαζί. Εμείς περιμέναμε πίσω από κάτι δέντρα. Σε λίγο κίνησαν να φύγουν. Τους παρακολουθήσαμε από απόσταση κατά μήκος του μεγάλου μαντρότοιχου της Έπαυλης του Πατριάρχη: οι άντρες στις άκριες, οι γυναίκες στη μέση. Ο δικός μας ξεμάκρυνε από τη συντροφιά και πλησίασε στην είσοδο. Κάτι είπε του φρουρού. Άναψαν κάτι κι εξετάζανε κάτι, σαν πορτοφόλι, σαν ταυτότητα. Καλά αυτός τώρα κρύβεται, ρώτησα χαμηλόφωνα τον Άνθρωπό μας. Δεν μου απάντησε. Ο δικός μας πλήρωσε και γύρισε πίσω στη συντροφιά. Μπήκαν μέσα. Σ’ ένα λεπτό κατευθυνθήκαμε κι εμείς προς την είσοδο. Μόνο σε βαθμοφόρους του ελληνικού στρατού επιτρέπεται η είσοδος, μας είπε ο φρουρός. Κοίταξα τον Άνθρωπό μας. Εκείνος πλησίασε τον φρουρό και κάτι του είπε στ’ αυτί. Ο φρουρός τον κοίταξε με καχυποψία κι έπειτα μας έκανε ανόρεχτα σήμα να περάσομε. Μόλις μπήκαμε μέσα βρεθήκαμε μπροστά σ’ έναν πορτοκαλεώνα. Κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Μου ‘χανε λείψει τόσο οι πορτοκαλιές της Χίου! Η έπαυλη ούτε που μ’ ένοιαζε. Ο Άνθρωπός μας έμοιαζε να κάθεται στα καρφιά. Μου είπε να κάτσω παράμερα, να μην με πάρει χαμπάρι ο δικός μας. Κάποτε τον απόσπασε από τη συντροφιά της Ευρωπαίας -χορεύανε την Κομπαρσίτα μες στη στέρνα- πήγε και του μιλούσε σκυμμένος, ψιθυριστά – η Ευρωπαία τον κοιτούσε μ’ ένα παράξενο βλέμμα, κάτι ανάμεσα τρόμο και μίσος. Ο δικός μας αμέσως ζήτησε συγγνώμη και ακολούθησε τον Άνθρωπό μας. Ο Άνθρωπός μας μου έκανε σήμα με το μάτι να μην τους ακολουθήσω. Η ώρα ήτανε περασμένες μία. Περίμενα λίγο κι έπειτα έφυγα. Πήγα να βρω τον Φώτη να πιούμε ένα ούζο στον χριστιανικό μαχαλά. Με πήγε σ’ ενός Χιώτη, δεύτερη γενιά πρόσφυγας, είχεν ο πατέρας του φύγει στα 1881 στον μεγάλο σεισμό. Κατά τις τρεις επήρα το ταξί από την Πύλη της Γιάφφας για το στρατόπεδο. Πλήρωνε η Οργάνωση. Στις 06.00 ήμουνα πίσω στην Καφριώνα.1            

Κάπως έτσι είναι που φαντάζομαι τις προεκτάσεις του εντέκατου και σημαντικότερου -τοποθετημένου ακριβώς στη μέση του μυθιστορήματος- κεφαλαίου της Λέσχης. Κάπως έτσι είναι που φαντάζομαι στη Μέση Ανατολή τον εκ μητρός παππού μου, Χρήστο Ζουμή, που μαζί με τον φίλο του, τον «στρατιώτη-ποιητή», τον επίσης Χιώτη, Φώτη Αγγουλέ, βιώσαν από κοινού όλη την εμπειρία της προσφυγιάς, της ακούσιας στρατολόγησης στα υπολείμματα του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής ή της εθελούσιας κατάταξης, την πολιτική αφύπνιση και την ενσυνείδητη στράτευση στον αντιφασιστικό αγώνα, μαχόμενοι μέχρις εσχάτων, διασχίζοντας αγόγγυστα όλον τον δρόμο από το Ελ Αλαμέιν και τα κινήματα του Στρατού και του Στόλου μέχρι τα Σύρματα των Άγγλων, στο Τομπρούκ πρώτα, έπειτα στη Μπαρντία και τέλος στους «κλωβούς των αμετανόητων», ο παππούς στη Λιβυκή έρημο, στο Τμίμι, γνωστό κι ως «λάκκο του διαβόλου»,2 όπου είδε τον συναγωνιστή του Χαρίλαο Κατσίκη να δολοφονείται αναίτια στις 9 Σεπτέμβρη του ‘44 ελέω προβοκάτσιας,3 κι ο Αγγουλές στο Ντεκαμερέ της Ερυθραίας (μαζί με τον Γιάννη Σαλλά – τον «Φάνη» της Τριλογίας) κι απ’ όπου απελευθερώθηκαν πια μόνο στις 5 Γενάρη του ‘45 για να κλείσουνε τον κύκλο μαζί, επιστρέφοντας πίσω σε μια «πατρίδα» που τους αντάμειψε για τους αγώνες τους στέλνοντας όλη τη Χωροφυλακή του νησιού και αγήματα του στρατού για να τους «προϋπαντήσει» κατά την αποβίβαση τους στο λιμάνι της Χίου την Κυριακή του Πάσχα του 1945.

Κάπως έτσι είναι που μ’ αρέσει να φαντάζομαι τις διαπλέξεις της λογοτεχνίας με τον πραγματικό ιστορικό χρόνο καθώς Ιστορία και Μυθοπλασία συμφύρονται, τήκοντας και μετασχηματίζοντας πραγματικά βιώματα μέσα σ’ αυτό το παράξενο χυτήριο που είναι η συνείδηση του συγγραφέα. Κάπως έτσι είναι που μ’ αρέσει να φαντάζομαι πως η λογοτεχνία μετατρέπεται εκ νέου σε βίωμα γεννώντας ακραίας έντασης εμπειρίες για τους μελλοντικούς αναγνώστες μιας άλλης γενιάς, μιας άλλης εποχής, ενός άλλου κόσμου. Και, πρωτίστως, κάπως έτσι είναι που μ’ αρέσει να φαντάζομαι πως η μεγάλη λογοτεχνία, καθώς αναχωνεύεται δημιουργικά στη συνείδηση του αναγνώστη, νοηματοδοτεί την κατακερματισμένη ανθρώπινη εμπειρία ανθρώπων που έχουν απωλέσει εσαεί τη δυνατότητα νοηματοδότησης του καθαρού συμβεβηκότος στο -αναπόδραστα- πολιτικό και -μοιραία- πολεμικό πεδίο της καθημερινότητας.  

 

[Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες κείμενο στην έντυπη έκδοση του Τεύχους 1 του περιοδικού που κυκλοφορεί]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ο Τσίρκας δίνει τον τύπο «Κφαριώνα», που είναι προφανώς και ο σωστός (Kfar Yona) (βλ. Σ. ΤΣΙΡΚΑΣ, Η Λέσχη, νέα σχολιασμένη έκδοση, Κέδρος, Αθήνα, 2005, σ. 68 – στο εξής όλες οι παραπομπές στην έκδοση αυτή). Αλλά οι περισσότερες μαρτυρίες που έχω διαβάσει δίνουν τη παραφθαρμένη γραφή «Καφριώνα» (καθόσον οι Ελλαδίτες δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα τοπικά ονόματα). Αυτή τη γραφή προτίμησα κι εδώ. Πρβλ. Γ. ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ, Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946, Εστία, Αθήνα, 2010, σ. 89.
  2. Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας, Εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα», 1971, σ. 234-235.
  3. Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, ο.π.· Ν. Σ. ΚΑΒΒΑΔΑΣ, Περιπέτειες στην έρημο. Αναμνήσεις από τη Μέση Ανατολή, ιδιωτική έκδοση, Χίος, 1966, σ. 82-87. Βλέπε και Γ. ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ, Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946, Εστία, Αθήνα, 2010.
  4. Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΟΣ, Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, Πόλις, Αθήνα, 2008.

 

Σκίτσο: Ελένη Ρουσοπούλου