Αλέξανδρος Καραβάς / Old School Graffiti

 

Μητέρα: Είναι επικίνδυνα εκεί κάτω, αλλά αυτός νομίζει ότι είναι αθάνατος, όπως, υποθέτω, πιστεύουν τα περισσότερα δεκαεπτάχρονα.

Γιος: Ο στόχος είναι να μπει ένα tag σε κάθε γραμμή [του τρένου], έτσι κάθε «εγώ» θα ταξιδεύει σε όλη την πόλη και ο κόσμος θα βλέπει τα tags μας παντού.

Μ. (γέλια): Κρατιέμαι για να μην βάλω τα κλάματα. Αναρωτιέμαι αν πραγματικά καταλαβαίνει πόσο ανόητος ακούγεται. Πάει στο κέντρο της πόλης, για ποιον λόγο; Και όταν τον ρωτάω μου λέει: «επειδή οι άνθρωποι το βλέπουν και ξέρουν ποιος είμαι». Ωραία, βλέπουν ποιος είσαι. Και μετά τι;

Γ.: Το θέμα δεν είναι να ξέρουν ποιος είμαι.

Μ.: Και ποιο είναι το θέμα;

Γ.: Είναι θέμα έκφρασης, να ξέρω ότι μπορώ να το κάνω. Κάθε φορά που πηγαίνω στο τρένο, σχεδόν κάθε μέρα, λέω «ξέρετε ότι ήμουν εκεί» αυτό έχει σημασία για μένα, δεν με νοιάζει αν θα το δει κανένας άλλος, ούτε αν μπορεί να το διαβάσει ή όχι, σημασία έχει ότι εγώ και οι άλλοι writers μπορούμε να το διαβάσουμε. Όλοι οι άλλοι, αυτοί που δεν γράφουν, αποκλείονται, δεν τους νοιάζει, ξέρετε, δεν έχουν σημασία για μένα, για μας.

Ο παραπάνω διάλογος μεταξύ ενός αφροαμερικανού εφήβου και της μητέρας του στη μικρή κουζίνα του διαμερίσματός τους στην Νέα Υόρκη, ανήκει σε μια από τις αρχικές σκηνές του «Style Wars», του πρώτου ουσιαστικά ντοκιμαντέρ για την πιο διαδεδομένη τέχνη του δρόμου στον κόσμο. Το γνωστό σήμερα ως old school graffiti έχει τις ρίζες του κάπου στο Χάρλεμ, όταν το φθινόπωρο του 1970 ο νεαρός Δημήτρης Σπυρόπουλος, κάτοικος μιας ελληνικής γειτονιάς, ανακαλύπτει έναν πρωτότυπο τρόπο να σκοτώσει την αφόρητη πλήξη του, γράφοντας στους τοίχους το όνομά του και τον αριθμό του σπιτιού του. Οι περαστικοί αναρωτιούνται τι να σημαίνει το μυστηριώδες TΑΚΙ 183που βλέπουν όλο και πιο συχνά στον δρόμο ενώ σύντομα αυτή η απλή μέθοδος δημοσιότητας αποκτά περισσότερους οπαδούς που θέλουν να γίνουν σημαντικοί, χωρίς να τους πιάσουν. O Joe 136, η Barbara 62, ο EEL 159, ο YANK 135 και δεκάδες άλλοι κυκλοφορούν με ένα σπρέι στην τσέπη, έτοιμοι να αφήσουν το αυτόγραφό τους οπουδήποτε κι ο βομβαρδισμός (bombing) ολόκληρων περιοχών με υπογραφές ή tags, γίνεται μόδα, κάνοντας τους τοίχους των κτιρίων να μοιάζουν με εφηβικά λευκώματα. Μια μόδα που ήρθε για να μείνει.

Σταδιακά το tag γίνεται πιο περίτεχνο και εξελίσσεται σε μεγάλα σχέδια με εντυπωσιακούς γραφικούς χαρακτήρες, χρώματα και σχήματα. Το νέο είδος τοιχογραφίας εξαπλώνεται σχεδόν παντού, για κάποιους ως ένα μεγάλο γραφιστικό κίνημα και για κάποιους άλλους σαν ένας ιός της αισθητικής, που απειλεί την καθαρότητα και την τάξη του αστικού τοπίου. Τα έργα θυμίζουν ηχητικά εφέ των κόμικς ή διαφημιστικά λογότυπα και μοιάζουν να αντλούν εκφραστικά μέσα από τις εικόνες της μαζικής κουλτούρας της εποχής, συναγωνιζόμενα τα στυλ των επιγραφών και των διαφημίσεων του δρόμου, για διαφορετικούς όμως σκοπούς. Βρισκόμαστε άλλωστε στην πολύχρωμη δεκαετία του ‘80. Μεγάλες εικόνες και διαφημιστικά σλόγκαν συνωστίζονται στο κέντρο της πόλης, το φανταχτερό στυλ Μέμφις έχει εισβάλει στον χώρο της μόδας και του ντιζάιν και οι έφηβοι προσπαθούν να αντιγράψουν τις περσόνες του MTV. Την ίδια εποχή, το χιπ χοπ εκφράζει μια άλλη, λιγότερο ευχαριστημένη κατηγορία νέων, που δεν έχει να κερδίσει πολλά από την ευφορία της εποχής όντας αποκλεισμένη από τις ευκαιρίες που προσφέρει η ζωή στην πόλη.

You’ll grow in the ghetto, living second rate,

And your eyes will sing a song of deep hate

(Grandmaster Flash & The Furious Five)

Οι στίχοι της ραπ δίνουν τον παλμό της μαύρης νεολαίας, και μαζί με τη μουσική των djκαι το break dance, το γκραφίτι γίνεται μέρος της χιπ χοπ κουλτούρας. Οι πρώτοι writers, όπως αυτοαποκαλούνται, είναι τολμηροί, δημιουργικοί, αλλά κατά κανόνα φτωχοί. Ανήκουν στις καταπιεσμένες μειονότητες και ζουν στα τεράστια μονολιθικά κτίρια των εργατικών κατοικιών του Μπρονξ. Ανάμεσα σε ερημωμένες περιοχές, ερείπια και σκουπίδια και με ελάχιστες επιλογές για το πώς και πού θα ξοδέψουν τον ελεύθερο χρόνο τους, δηλώνουν την ύπαρξή τους σε πείσμα της αφάνειας που τους επιφυλάσσει το σύστημα, επικοινωνούν μεταξύ τους, διεκδικούν την προσοχή και τον σεβασμό.Η επιθετική πρακτική του bombing συνυπάρχει με τα μεγάλα και ευφάνταστα γκραφίτι, που αποτυπώνουν ψευδώνυμα ή λέξεις – έννοιες (style, kiss, sick, Ν.Υ.C., panic …) με τις οποίες ο εκάστοτε δημιουργός εκφράζεται και ταυτίζεται. Η κάθε είδους ελεύθερη επιφάνεια, στόρια καταστημάτων, γέφυρες, τηλεφωνικοί θάλαμοι, τζαμαρίες, προσφέρεται για τον σκοπό αυτό.  Ιδίως τα πρώτα χρόνια, τα βαγόνια των τρένων είναι ο σημαντικότερος τόπος δράσης τους καθώς το αποτέλεσμα του έργου πολλαπλασιάζεται, διασχίζοντας την πόλη σαν μια μεγάλη κινητή διαφήμιση. Όλα αυτά σε μια αέναη αλληλεπίδραση, όπου το αυθεντικό γεννιέται στις παρυφές του καπιταλισμού, ανακυκλώνοντας, παραλλάσσοντας, αλλοιώνοντας τις εικόνες, τα προϊόντα και τα απορρίμματα του, και κάποια στιγμή μεγαλώνει αρκετά ώστε να προσελκύσει το βλέμμα της αγοράς που θα αξιοποιήσει και θα οικειοποιηθεί με τη σειρά της την πρωτοτυπία και τα επιτεύγματα του νέου είδους στον κόσμο της διαφήμισης, του εμπορίου και του θεάματος.

Η περιπέτεια, η παρανομία και η πρόκληση, η αίσθηση δηλαδή της συμμετοχής σε μια ένοχη απόλαυση με αντισυστημικά αντανακλαστικά, ασκεί ακαταμάχητη γοητεία στους writers. Από την άλλη πλευρά η ίδια η τεχνική τους προσαρμόζεται στην ταχύτητα που υπαγορεύει ο φόβος της σύλληψης. Ξέρουν από πριν τι θα κάνουν ή απλά επαναλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο, επενδύοντας στην αναγνωρισιμότητά τους. Χρησιμοποιούν προσχέδια και ακολουθούν δοκιμασμένες μανιέρες πάνω στις οποίες μπορούν να αυτοσχεδιάζουν με ευκολία. Τα φουσκωτά γράμματα του bubblestyle θυμίζουν τις καμπύλες στα καρτούν της Ντίσνεϊ, ενώ το πολύ διαδεδομένο Wildstyle είναι πιο περίπλοκο με το «σπάσιμο» της φόρμας να έχει κάτι από το scratching των dj ή τις αδρές, νευρικές κινήσεις του break dance. Ανάλογα με το στυλ του έργου, οι γραφικοί χαρακτήρες μιμούνται διάφορες γραμματοσειρές και παραμορφώνονται ποικιλοτρόπως: Φουσκώνουν, τρέχουν, εκρήγνυνται ή λιώνουν μέσα στα έντονα περιγράμματά τους, τονίζονται με σκιές, αντανακλάσεις, τρισδιάστατα εφέ και δραματικά μπακγκράουντ και στυλιζάρονται σε σημείο που να μπορούν να διαβαστούν μόνο από μυημένους.

Το γκραφίτι επιβάλλει τις δικές του αισθητικές και ιδεολογικές επιλογές στην όποια επίπεδη επιφάνεια, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα αν ταιριάζει στον χώρο ή αν θα το καταλάβουν οι περαστικοί. Μπορεί να θεωρηθεί όμορφο ή άσχημο, όμως σε κάθε περίπτωση η αυθαίρετη αποτύπωσή του σε οποιαδήποτε επιφάνεια ιδιωτικής ή δημόσιας ιδιοκτησίας προκαλεί αντιδράσεις, όπως το μεγάλο ραδιοκασετόφωνο που παίζει στη διαπασών σε μια ώρα κοινής ησυχίας. Οι ένθερμοι λάτρεις της τάξης ζητούν τη λήψη πιο αυστηρών μέτρων για την καταστολή του, προς επίρρωση της ισχύος του κράτους έναντι κάθε πράξης ανυπακοής, κάποιοι πιο πρακτικοί προτείνουν τον περιορισμό του σε συγκεκριμένες περιοχές, όπου θα είναι νόμιμο, ενώ μια μερίδα φιλότεχνων λέει ότι θα ήθελε την αντικατάσταση του γκράφιτι από την δημοφιλή στον κόσμο Street Art που είναι αισθητικά ανώτερη, επικοινωνεί με τον κόσμο και δεν είναι εγωιστική.

Στην πραγματικότητα το γκραφίτι, ως μέρος μιας συγκεκριμένης κουλτούρας, αλληλένδετο με την δράση και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες παράγεται, δεν έχει λόγους να αλλάξει. Γι’ αυτό και οι συνειδητοποιημένοι writers κρατούν τις αποστάσεις τους τόσο από το συγγενικό είδος της Street Art όσο και από τις Καλές Τέχνες. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της λέξης writer αντί για painter, artist κλπ. αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι παρόλο που δεν τους αρέσει να τους αποκαλούν καλλιτέχνες, οι writers αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και ως τέτοιους, έστω με όρους δημοσιότητας. Δανείζονται κάτι από τη λάμψη του σταρ σύστεμ και ελπίζουν κάποτε να τους εκτιμήσουν αυτοί που τώρα θαυμάζουν και να τους θαυμάσουν όλοι οι υπόλοιποι, αν είναι δυνατόν, σε όλη την πόλη.  Δεν είναι τυχαίο που οι πιο ταλαντούχοι writers αποκαλούνται «βασιλιάδες» από τα άλλα μέλη της κοινότητας, ενώ ορισμένοι από τους πλέον αναγνωρίσιμους που έχουν φύγει απ’ τη ζωή, «άγγελοι». Επίσης, χρησιμοποιούν με γούστο καλλιτεχνικούς όρους όπως «γκαλερί» για συγκεκριμένες τοποθεσίες με πολλά έργα διαφορετικών στυλ και δεξιοτήτων, piece (masterpiece) για μεγάλα, περίπλοκα και εντυπωσιακά γκραφίτι κλπ. Και αν είναι σπάνιο να δει κανείς στα γκραφίτι τους συνδυασμούς λεπτών αποχρώσεων και τις ευαίσθητες, ασαφείς φόρμες της ζωγραφικής, ο θαμώνας των εκθέσεων σύγχρονης τέχνης θα αναγνωρίσει σε αυτά στοιχεία που τον παραπέμπουν σε γνώριμα και αγαπημένα καλλιτεχνικά θέματα. Είναι σίγουρο δε, ότι τα θέματα αυτά θα έχουν αντλήσει τις επιρροές τους από την τέχνη του δρόμου και όχι το αντίστροφο, με τον ίδιο τρόπο που πολλοί από τους καλλιτέχνες των σχολών καλών τεχνών και αργότερα των εκθέσεων και των γκαλερί, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στο γκραφίτι. Κι αν το περιεχόμενο του τελευταίου είναι κάπως μονοδιάστατο σε σχέση με τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης της σύγχρονης εννοιολογικής τέχνης, αυτό έχει να κάνει με το κοινωνικό του πλαίσιο, την κουλτούρα που καθορίζει τα όριά του, τις ανάγκες και τους στόχους που εξυπηρετεί, ως μια τέχνη συλλογική, εύκολα προσβάσιμη από τα μέλη μιας κοινότητας, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου ή καλλιτεχνικής παιδείας.

Το παράνομο old school graffiti, δημιούργημα των λαϊκών στρωμάτων και της σύγχρονης ζωής της πόλης, τις επόμενες δεκαετίες ξέφυγε από τις φτωχογειτονιές, προσέλκυσε παιδιά από κάθε κοινωνική τάξη και έγινε μια παγκόσμια τέχνη του δρόμου, προσβάσιμη από όποιον ενδιαφέρεται. Ήταν από την αρχή ένα προϊόν της άνθησης αυτού που ονομάζουμε νεανικές αντι-κουλτούρες, πολύ προσαρμοστικό σε διαφορετικά περιβάλλοντα και κοινωνικές συνθήκες, εξέφραζε την ελευθερία του ατόμου στον δημόσιο χώρο όπως και την εκρηκτική ενέργεια της εφηβείας μέσα από κώδικες και πρακτικές που διαδόθηκαν γρήγορα σε πολλά μέρη του κόσμου. Σήμερα, διανύοντας την πέμπτη δεκαετία από την εμφάνισή του, φαίνεται να αντέχει στον χρόνο και δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε ότι οι writers θα συνεχίσουν να γράφουν στους τοίχους, όσο κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό. Μετράει ήδη τρεις γενιές που εκφράζονται μέσα από την ίδια γκάμα μοτίβων και τεχνικής χωρίς απαραίτητα να σχετίζεται με άλλες μορφές παραδοσιακών τεχνών, στον βαθμό που αυτές φέρουν αναπόφευκτα το βάρος μιας ολόκληρης κοινωνίας ενηλίκων από την οποία ακριβώς οι νέοι προσπαθούν να ξεφύγουν. Όσο εστιασμένο είναι στην ταυτότητα και το εγώ του δημιουργού του, άλλο τόσο οδηγεί σε αποτελέσματα που όπου κι αν τα συναντήσουμε, ανάγονται σε έναν κοινό κώδικα. Τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά, ο συνδυασμός απλού και ηχηρού νοήματος με την δυναμική παραμόρφωση γραφικών χαρακτήρων και λέξεων που σχεδόν το εξαφανίζει, μοιάζουν να απηχούν την ένταση της σύγχρονης ζωής, τις επιθυμίες και τους φόβους της, την ανάγκη ταύτισης με έννοιες, εικόνες και πρότυπα, στοχεύοντας κατευθείαν στην καρδιά της νεανικής ψυχοσύνθεσης. Από την άλλη, έχει ευρείες αναφορές και συνδέσεις με τη διεθνή χιπ χοπ κουλτούρα ή γενικά την ποπ, και στοιχεία φόρμας που κατάγονται από τον κόσμο των δυτικών μίντια. Τις τελευταίες δεκαετίες η συνοχή του ενισχύεται μέσα από τις εικονικές κοινότητες του διαδικτύου, όπου χιλιάδες writers γράφουν και εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο, ανταλλάσσουν εικόνες και εμπειρίες.

Γεννημένο στο αστικό περιβάλλον, γαλουχημένο με τους ήχους και τα χρώματα των μίντια και οπλισμένο με τα σπρέι του εμπορίου, το old school graffiti διατηρεί πάντα τον δικό του αυθορμητισμό. Με την εικαστική του γλώσσα να λειτουργεί πέρα από σύνορα συνοικιών, πόλεων και χωρών, πέρα από τα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού περιθωρίου διοχετεύει την ενέργεια της νεότητας σε αποτυπώματα έντονης δράσης που αγγίζουν εντυπωσιακά επίπεδα δεξιοτεχνίας.

 

Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 3 (Οκτώβρης 2019), σ. 63-69.