Φύτευε μες στη γλάστρα σου το ρόδο τον Γενάρη
και μη ρωτάς αν θα το βρει / χειμώνας, καταχνιά
μπορεί και κάποιας Άνοιξης / ξάφνου πνοή να πάρει
και να γιομίσει η γλάστρα σου / φως χρώμα, ευωδιά.
Μήτσος Καμίτζος
Η πόλη μου, μέσα σε δυο χιλιάδες χρόνια κατάφερε να επιβληθεί στον τόπο που ιδρύθηκε. Η πέτρα, το μπετό, η σιδερόβεργα -στρώση πάνω στη στρώση- ανακατεύτηκαν με το κοκκινόχωμα, θάβοντας το φυσικό τοπίο. Τα δέντρα που πιάνει το μάτι μου, φυτρώνουν πάνω σ’ ερείπια και μπάζα. Οδό πάνω στην οδό, πρώτα οι πλίνθοι, έπειτα η άσφαλτος, καλύψαν τη γεωγραφία μ’ ένα αδιαπέραστο στρώμα ανθρώπινης παρουσίας. Είναι έτσι στρωμένα τα στενά, που μέρες ολόκληρες μπορεί να μην αντικρύσω θάλασσα. Ειδικά τους Φλεβάρηδες, που η υγρασία διαπερνά τα κόκκαλα, η πόλη φανερώνει το πραγματικό της πρόσωπο. Το μόνο που άφησε πίσω της η οργιαστική φύση είναι το κρύο που μου κόβει τα πόδια. Ζω τις μέρες μου μέσα σε μια ανθρώπινη κατασκευή. Εδώ, πάω για δουλειά, γυρνάω, βλέπω τους λίγους φίλους μου και τ’ απογεύματα με το τελευταίο φως βγαίνω για ένα σύντομο περίπατο με το παιδί μου. Κι ό,τι έχει απομείνει να μ’ επαναφέρει στη φύση είναι οι σκεβρωμένες γλάστρες στο χειμωνιάτικο μπαλκόνι, ο μικρός κάκτος που στολίζει το γραφείο μου κι οι λίγες στιγμές που πέφτουν τα μάτια μου στην πορεία του ήλιου. Τα πρωινά που ευθυγραμμίζεται με τις ταράτσες και με τυφλώνει την ώρα που οδηγώ για την δουλειά. Τα μεσημέρια, μ’ ένα θαμπό φως πίσω απ’ το βαρύ νέφος. Και τ’ απογεύματα όταν καθρεφτίζεται στα τζάμια της απέναντι πολυκατοικίας, λίγο πριν δύσει προς τη μεριά της θάλασσας.
Αποσπασματικά αντιλαμβάνομαι την πορεία του ήλιου κι αποσπασματικά αντιλαμβάνομαι τη ζωή μου. Χωρισμένη σε διαδικασίες: σπίτι, δουλειά, ύπνος. Κι η αραχνοΰφαντη θλίψη που με κατακλύζει, όταν στρέφω το βλέμμα μου στον ουρανό και πετυχαίνω τη δύση ανάμεσα στα κτήρια έχει κοινή ρίζα με τη θλίψη μου στην σκέψη του θανάτου. Όπως τα κτήρια στην πόλη μου αποκόπτουν τη δύση του ήλιου απ’ την ουράνια διαδρομή του, έτσι η δυστοπική κοινωνική κατασκευή μέσα στην οποία ζω, διαχωρίζει τον θάνατο από μένα τον ίδιο. Γίνεται ο θάνατος ένα ακόμη εξωτερικό γεγονός, που θα με προφτάσει, αργά ή γρήγορα, σαν δήμιος. Κάποια στιγμή θα ελευθερώσει τη λαιμητόμο. Κάποια στιγμή θα κλωτσήσει το σκαμνί. Απλώς, δεν ξέρω πότε.
Έτσι, καταλήγω να βιώνω την αγωνία. Να κάνω αυτό, να γράψω τ’ άλλο, λίγο ακόμα να μεγαλώσει ο μικρός, να προλάβω την αρρώστια, το τροχαίο, την τυχαία γλάστρα που θα με βρει στο κεφάλι, την ώρα που διασχίζω τον δρόμο. Αν κι ο θάνατος ποτέ δεν φανερώνεται, διαστρέφει την καθημερινότητά μου. Αντί να τον συναντώ μπροστά μου, μ’ ακολουθεί κρυμμένος στις γωνιές των δρόμων. Η πόλη μου και τα στενά της γίνονται το κάτοπτρο που αντιφεγγίζει το ενδεχόμενο του θανάτου, όπως τα τζάμια στις πολυκατοικίες αντανακλούν αδύναμα τη δύση του ήλιου. Δεν διαστρεβλώνεται μόνο ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τη διαδρομή του ήλιου. Αποξενώνομαι κι εγώ ο ίδιος απ’ την προσωπική μου διαδρομή. Σιγά-σιγά, μεταγγίζομαι μέσα στην πόλη μου και γίνομαι ακόμη ένα δυστοπικό θραύσμα της.
Όμως, δεν είμαι θραύσμα. Όσο κι αν χωνεύομαι μες στη δυστοπική μου πόλη είμαι ένας άνθρωπος με αρχή, μέση και τέλος. Δεν είμαι μια σύνθεση από διαδικασίες. Κάθε μου πράξη προκύπτει από μια άλλη και δίνει ζωή σε μια επόμενη. Είμαι μια ενιαία αφήγηση, όσο και αν η μεταμοντέρνα δυστοπία επιχειρεί να με τεμαχίσει και να χτίσει απ’ τα κομμάτια μου ένα ξερό άθροισμα. Ακόμα κι αν δεν μπορώ να δω τον ήλιο ανάμεσα στα κτήρια, ο ήλιος είναι εκεί. Κι αν μες στη δυστοπική μου πόλη η προσωπική μου πορεία έχει σπάσει σε χίλια-δυο κομμάτια, πάντα θα βρίσκω σπαθόχορτο να γιατρέψω τις πληγές μου. Αφηγήσεις που μου επιτρέπουν να σκεφτώ τον εαυτό μου απ’ την αρχή. Να δω ξανά τις πράξεις μου ν’ αντανακλούν στη γύρω φύση. Να λυτρωθώ από την αγωνία του θανάτου. Τέτοιο σπαθόχορτο φυτρώνει μέσα στα γραπτά του Λεπετύμνιου τζομπάνη Μήτσου Καμίτζου. Στην ποίησή του, η πορεία του ήλιου είναι αντιληπτή σ’ όλο το εύρος της κι η δύση του, η φυσική της κατάληξη. Στην λογοτεχνία του ο θάνατος νικιέται, έστω και παροδικά. Όσο κρατάει η ανάγνωση.
Σ’ ένα απ’ τα χρονογραφήματά του με τίτλο «Μεράκια» μιλά για το ετοιμοθάνατο παλικάρι που ζητά απ’ τον φίλο του, τον Γιώργη, να ταιριάξει τα κουδούνια στις προβατίνες του και να περάσει το κοπάδι μέσα στη νύχτα κάτω απ’ τα παράθυρά του. Για ν’ ακούσει τελευταία φορά τη μουσική τους. «Αρμάτωσε τις προβατίνες μου ρε μερακλή Γιώργη εσύ που ξέρεις να ταιριάζεις τα κουδούνια έτσι που να λαλούν σαν μερακιωμένες καρδιές», 1 προστάζει. Τα μαγιάτικα κουδούνια των κοπαδιών που στρώνουν με τη μουσική τους τον δρόμο προς το θάνατο είναι η ουσία της λογοτεχνίας του Καμίτζου και κομμάτι της ευτοπίας που κατασκευάζει μεσ’ απ’ την ποίηση, την πεζογραφία και τη δοκιμιογραφία του Η άνοιξη παρέχει το υλικό με το οποίο χτίζει τον κόσμο του. Σ’ αυτό το χώμα ανθίζουνε οι στίχοι του. Εκεί ο αναγνώστης αφήνει για λίγο πίσω του τη θλίψη του θανάτου. Ό,τι είναι η κοινωνία της Σκιάθου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, είναι για τον Καμίτζο το ανοιξιάτικο βουνό. Το ιερό καταφύγιο της παιδικής του ηλικίας κι ο πυρήνας της ευτοπίας του.
Γιατί αυτός ο μικρασιάτης αστός, της παρέας των Βασιβουζούκων, φίλος του Μυριβήλη, του Βενέζη, του Θείελπη Λευκία και του Στρατή Παπανικόλα, βγήκε στις ακτές της Λέσβου πρόσφυγας σ’ ένα καΐκι το 1919, και γρήγορα παράτησε την Μυτιλήνη για ν’ απομονωθεί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα ορεινά της Λέσβου, στο φαλακρό όρος Λεπέτυμνο όπου έζησε ως το τέλος. Πάνω στον βουνό, έδεσε τον λογοτεχνικό του κόσμο με τη φύση κι οι στίχοι του φέρουν ψήγματα της προσωπικής του ευτοπίας. Κι ως ψήγματα πρέπει να διαβάζονται. Τα βιβλία του εκδόθηκαν, πολύ αργότερα, στα γηρατειά του μετά από επιμονή φίλων του. Στην πραγματικότητα είχαν γραφτεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα, από το 1930 έως το 1950 περίπου. Κι αν η μοναδική του νουβέλα το Σαχίν διαβάζεται σαν έργο αυτόνομο, τα ποιήματα και τα χρονογραφήματά του ριζώνουν πάνω στη σχέση του Καμίτζου με τη φύση κι επεξεργάζονται από κοινού την έννοια της ευτοπίας. Στην ποίησή του, η ανθρώπινη ψυχή δεν ξεχωρίζει απ’ τη φύση. Το συναίσθημα διαμορφώνεται μέσα απ’ αυτήν ενστικτωδώς. Να, για παράδειγμα στο ποίημα «Κάτι απλώθη», όπου ο χιονισμένος κάμπος δένεται με τη ανθρώπινη μελαγχολία:
Κάτι απλώθη στην ψυχή μου, / απαλό λευκό σαν χιόνι / κι όλο απλώνει κι όλο απλώνει / κι όλα, κι όλα τα σκεπάζει / με μια άσπιλη λευκότη / και βαφτίζεται η ψυχή / σε μια παιδιακίσια αγνότη / κι ειμ’ ο κάτασπρος ο κάμπος / πέρα ως πέρα χιονισμένος / και πλανιέτ’ ο νους απάνω / σαν διαβάτης θαμπωμένος / και πλανιέται και ζητάει και τι θέλει δεν γνωρίζει […]
(Το Σκονισμένο Ράφι, Αθήνα, 1977, σελ. 18)
Φύση κι άνθρωπος γίνονται ένα κι ως ένα πορεύονται. «Η ποίηση βρίσκεται μέσα στη δημιουργία – και μάταια οι μοντέρνοι την περιφρονούνε σαν κάτι ξεπερασμένο» λέει ο Καμίτζος στο χρονογράφημα «Δυο Φτερούγες στη Λάσπη»2. Οι ποιητικές εικόνες που κατασκευάζει πλέκουν ένα πυκνό δίχτυ συναισθησίας. Η ανθρώπινη εμπειρία διυλίζεται μέσα απ’ τα φυσικά φαινόμενα δημιουργώντας ολοκληρωμένες εικόνες του τοπίου, μ’ έναν τρόπο που θυμίζει περισσότερο ιαπωνικά χαϊκού. Αυτή η δυναμική διαφορά στη σχέση ανθρώπου και φύσης, ξεχωρίζει την ποίηση του Μήτσου Καμίτζου από την ποιητική ρίζα του σύγχρονού του Γιώργου Σαραντάρη. Για τον Σαραντάρη, η φύση αποτελεί την ουτοπία, το ιδεατό καταφύγιο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος θα βρει την ευτυχία. «Aπό ένα θαύμα / Aπό ένα πρόσωπο πρωίας / Παίρνεται ο θυμός μου / Nοσταλγούσε τη νύχτα / Tον ύπνο σα μια ελεύθερη σιωπή / Tώρα ορέγεται το ρέμα / Tον ήλιο τη σπηλιά!»3. Εδώ η ποίηση ξεκινάει απ’ την ανθρώπινη ψυχή και τείνει προς τη φύση χωρίς ποτέ να τη φτάνει. Αντίθετα, στον Μήτσο Καμίτζο η ποίηση προκύπτει αρμονικά μέσα απ’ την φύση.
«Πλέω μες σ’ ένα φως, / μεσ’ σ’ ένα φως. Κι είναι γαλαζοπράσινο / σαν το γιαλό. / Έτσι απλό, λικνιστικό, / έτσι πολύ σαν χαίτη του ήλιου. / Μίλλια από τους άλλους μακρυά / μονάχος, πλούσιος, δυνατός».
(«Πλέω», Το Σκονισμένο Ράφι, Αθήνα, 1977, σελ.54)
Στους στίχους του, δεν υπάρχει η αξιολογική συνάφεια μεταξύ φύσης και ανθρώπου που συναντάμε σε σύγχρονούς του. Η φύση δεν είναι απλώς μια γέφυρα για να εικονοποιηθεί η ανθρώπινη ψυχή. Στον Οδυσσέα Ελύτη «όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα» προκειμένου «όλα τα δάχτυλα» να δείξουνε «σιωπή». Απαιτείται ένα άλμα από τη φύση στον άνθρωπο για να ολοκληρωθεί το ποίημα. Αντίθετα, στον Καμίτζο συναντάμε μια ισορροπία που θυμίζει τα φυσικά οικοσυστήματα. Τίποτα δεν περισσεύει. Τίποτα δεν υπηρετεί το άλλο. Φύση κι άνθρωπος συμπράττουν. Το φως, οδηγεί στην ψυχική ανάταση όχι ως σχήμα λόγου, αλλά ως πράξη. «Από το φως και τη μορφιά / που πίνω εγώ / λέω κι εσύ κορυδαλλέ πως πίνεις / γι’ αυτό τα χαμηλά ξάφνου τ’ αφήνεις / και μεθυσμένος ξεπετάς στον ουρανό».4 Αν απαιτείται κάποιο άλμα στην λογοτεχνία του Καμίτζου, αυτό είναι το άλμα από το μερικό στο όλον.
Έτσι επιτυγχάνεται η ανοιξιάτικη ευτοπία – ο οργασμός της ζωής. Έτσι αποκτά ο θάνατος την πραγματική του διάσταση. «Πρόσεξε η Φύση δεν μοιάζει στους ανθρώπους» λέει ο Καμίτζος «τα πλάσματά της τα σκοτώνει δίχως να θίξει την αξιοπρέπειά τους».5 Ο θάνατος είναι παντού μέσα στη φύση: στον νεκρό λαγό πάνω στα δόντια της αλεπούς, στο αλικοβαμμένο τριφύλλι, στο άλογο που κατρακυλάει στον γκρεμό με τον αναβάτη του. Έρχεται με αξιοπρέπεια κι όχι σαν κλέφτης. Γίνεται ακόμη ένα «αδυσώπητο μάθημά της φύσης στον μαυροπίνακα της νύχτας»6 κι απ’ τη στιγμή που παίρνει τη θέση του μες στην πορεία της ζωής, παύεις να αντικρύζεις το είδωλό του παντού γύρω σου:
Nα μεθάς από φως ομορφιά και γαλήνη / να μεθάς κι η ζωή να περσέβει / λευκός κύκνος στην πλάβα γαλήνη, / μες στο θάμα του ονείρου να πλέβει. / Κι όσο πας να μεθάς / κι όσο πας ν’ αλαργεύεις / κάποιος ίσκιος που τ’ όνειρο δίνει / η χαρά τα φτερά να μαζεύει / να χυμάει εντός σου η οδύνη.
(«Να μεθάς» Το Σκονισμένο Ράφι, Αθήνα, 1977, σελ. 22)
Μέσα στη ρημάδα την πόλη μας, δεν θα βιώσουμε την ευτοπία. Θα συνεχίσουμε να νιώθουμε τον θάνατο να μας ακολουθεί όσο περπατάμε βιαστικά στα στενά της κι ήλιος θα συνεχίσει να μας τυφλώνει απ’ το τζάμι του οδηγού. Όμως την ίδια στιγμή συνεχίζεται ο κύκλος των εποχών, η άνοιξη πάντα έρχεται κι η φύση πάντα γεννιέται ξανά. Η λογοτεχνία της ευτοπίας, σαν το σπαθόχορτο, θα γιατρεύει τις πληγές μας, θα ενώνει τα κομμάτια της προσωπικής μας αφήγησης.. Θα δένει ξανά τον θάνατο με τη ζωή. Κι έτσι θα ξεπερνάμε τον τρόμο του θανάτου και μαζί του τον φόβο για τον συνάνθρωπό μας. Γιατί όλοι εμείς, ακόμη κι αν τα πολυώροφα κτήρια συνεχίζουν να μας κόβουν τη θέα του ουρανού, όσο κι αν ο θάνατος βρίσκεται στο τέλος αυτού του δρόμου, είμαστε δυνατοί, γεροί, καθένας μια αφήγηση κι όλοι μαζί κομμάτια από την ίδια «χαίτη» ενός ήλιου που πορεύεται προς την δύση του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Δ. ΚΑΜΙΤΖΟΣ, «Τα Μεράκια», Το Καμένο βουνό (Γιανίκ Μπαΐρ), Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1973, σ. 45.
- Δ. ΚΑΜΙΤΖΟΣ, «Δυο Φτερούγες στη Λάσπη», Το Καμένο βουνό (Γιανίκ Μπαΐρ), Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1973, σ. 87.
- Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, Σαν Πνοή του Αέρα, Ερμής, Αθήνα, 1999, Επιμέλεια και Ανθολόγηση Μαρία Ιατρού.
- Δ. ΚΑΜΙΤΖΟΣ, «Από το φως», Το Σκονισμένο Ράφι, Αθήνα, 1977, σ. 19.
- Δ. ΚΑΜΙΤΖΟΣ, «Κουβέντες του καφενέ», Το Καμένο βουνό (Γιανίκ Μπαΐρ), Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1973, σ. 96.
- Δ. ΚΑΜΙΤΖΟΣ, «Μέσα στη φύση», Το Καμένο βουνό (Γιανίκ Μπαΐρ), Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1973, σ. 22.
Χρήστος Μαρτίνης,«Τα μαγιάτικα κουδούνια του Μήτσου Καμίτζου: Σπαθόχορτο για τις πληγές μας», Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 4 (Λογοτεχνία της Λέσβου), Απρίλης 2020, σ. 110-116.
Σχέδιο: Ελένη Ρουσοπούλου.