ΠΕΡΑ ΣΤΟΝ ΝΟΤΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ, στην ερημιά που απλώνεται ανάμεσα στο Τάρτι και την Ευαγγελίστρια, η γη κυρτώνει σχηματίζοντας πλήθος κακοτράχαλους όρμους και θαλασσογκρέμια γεμάτα σπηλιές αλμυρές. Η ακτογραμμή αυτή είναι διάσπαρτη από βράχους με αμυδρά ανθρώπινη μορφή, που ο αριθμός τους αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο. Για την προέλευση αυτών των λιθαριών έχουν γραφτεί διάφορα από τους λαογράφους, οι οποίοι ανιχνεύουν την ταυτότητα των απεικονίσεων σ’ ατιμασμένες κοπέλες, φαρμακωμένους γέροντες και άλλα ανώνυμα πρόσωπα με τραγική ιστορία.
Αυτό που δεν ξέρουν οι γραμματιζούμενοι μα αποτελεί κοινό μυστικό στις φτωχικές εστίες των λιγοστών κατοίκων της περιοχής, είναι πως υπεύθυνοι γι’ αυτές τις λίθινες μορφές είναι οι πιστοί της Σεργιάς, μιας ξεχασμένης μορφής από την ιστορία του νησιού. Τούτη ήταν αδερφή του Γαβριήλ, του μοναχού που πριν από χίλια χρόνια ζωγράφιζε αγίους με αίμα ανθρώπων πέρα μακριά, στον Μανταμάδο. Πολύ λιγότερο γνωστή από τον αδερφό της, η Σεργιά ήταν εξίσου τεχνίτισσα: είχε δυο βελόνες θεόρατες με τις οποίες σκάλιζε τους βράχους, δίνοντάς τους σουλούπια ανθρώπων. Και το έκανε με τόση τέχνη που οι μορφές ξύπναγαν και περπάταγαν, ξεχνώντας πως είναι πέτρες. Έτσι ήταν που έφτιαξε ένα ολόκληρο χωριό από λιθάρια ζωντανά που δεν ξεχώριζαν από ανθρώπους.
Όμως η Παναγιά είδε τα αποτελέσματα της τέχνης της Σεργιάς και χόλωσε ως μέσα στα κόκαλα· έκρινε πως είναι αμαρτία να φτιάχνονται άνθρωποι από ανθρώπου χέρι και πως είναι ασέβεια τρομερή να συγχέονται οι μορφές του κόσμου. Γι’ αυτό και η δέσποινα των ουρανών κατέβηκε στο νησί και περπάτησε σε εκείνο το ανώνυμο χωριό. Πήγε και ψιθύρισε στο αυτί από κάθε χωριανό, θυμίζοντάς του πως ήταν πέτρα κι όχι άνθρωπος – κι ευθύς όποιος την άκουσε έγινε ξανά ακούνητο λιθάρι, άμορφο. Ερήμωσε το χωριό και χάθηκε για πάντα μαζί με τ’ όνομά του, ενώ τις πέτρες τις σκόρπισαν οι άγγελοι στη θάλασσα.
Όσο για τη Σεργιά, η Παναγιά την καταράστηκε: πρώτα έκρυψε τις βελόνες της ώστε να μην μπορεί πια να ξυπνήσει τις πέτρες με την τέχνη της. Έπειτα, της έδωσε ασχήμια τρομερή, σκεβρώνοντας τη μορφή της. Τέλος, την έκανε αθάνατη και την έδεσε πέρα από τον βυθό της θάλασσας, με αλυσίδες καμωμένες από ήλιο, φεγγάρι και άστρα. Κι έτσι είναι που η Σεργιά κοιμάται, εδώ και αιώνες, κάτω από τον πυθμένα, κάτω από τα τρεμουλιαστά φύκια, αναζητώντας τις βελόνες της μέσα στον ύπνο –τα βράδια με πανσέληνο οι ψαράδες λένε πως βλέπουν τον καμπουριασμένο ίσκιο από τα όνειρά της μες στη θάλασσα καθώς αυτά ψαχουλεύουν ανήλιαγες σπηλιές.
Το νησί δεν ξέχασε τη Σεργιά. Οι πιστοί της, λιγοστοί μα γεμάτοι πείσμα, δεν έπαψαν έκτοτε να ψάχνουν σε θάλασσα και ξηρά για την κυρά και τις βελόνες της. Φιγούρες κοντές, σκεβρωμένες, με σουλούπια σαν γκρεμισμένα πηγάδια και νύχια μεταλλικά που οργώνουν το χώμα. Φοράνε χοντρά μακριά φορέματα πασαλειμμένα με αρμύρα και σκούρα λάσπη καθώς περιπλανιούνται ψάχνοντας στις ανεμοδαρμένες παραλίες κι ανάμεσα στα χαμόδεντρα. Ανάβουν απόκοσμα φωσφορικά φανάρια στις βάρκες τους και χτενίζουν τη μαύρη θάλασσα με δίχτυα μυτερά. Φοβερίζουν με τις μορφές και τις κραυγές τους τα παγανά στην ύπαιθρο, ακόμη και τα καλικαντζάρια που στήνουν ολονύχτιους χορούς με τα φλουριά τους. Ψάχνουν για τις βελόνες σε κάθε τρύπα της γης, σε κάθε καμινάδα του τόπου. Ανοίγουν τις κάσες στα νεκροταφεία και κουνάνε τα μακριά κόκαλα, να ακούσουν μην έκρυψε η Παναγιά καμιά βελόνα εκεί μέσα. Αρπάζουν τα κουπιά από τις παρατημένες βάρκες και τα βαράνε πάνω στα βράχια να αποκαλύψουν τα σωθικά τους.
Μέχρι στιγμής μονάχα πέτρες έχουν βγάλει από τη θάλασσα, λιθάρια ασχημάτιστα που ξέχασαν πως να ‘ναι άνθρωποι. Αυτά τα στήνουν ολούθε στην ακτογραμμή, και μια φορά τον χρόνο, την επέτειο του χαμού της κυράς τους, τα επισκέπτονται πατώντας σε κρυφές νυχτερινές στράτες. Τότε είναι που σκαλίζουν πρόσωπα και μέλη στα λιθάρια με τα νύχια τους, με καρφιά και πυρωμένα ξύλα, να τους θυμίσουν πώς να ζωντανεύουν. Έπειτα τους μιλάνε με βροντερές φωνές ενώ αυτά ατενίζουν με νεογέννητα μάτια το ταραγμένο πέλαγος στον νότο, εκεί που η τεχνίτισσα αναδεύεται ανήσυχα μέσα στον αλμυρό ύπνο της.
Εικόνα: Αλέξανδρος Καραβάς
Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 3 (Οκτώβρης 2019), σ. 30-32