Μία παρά συνήθως τελειώνει. Στο κράσπεδο, κατόπιν παραγγελίας, υπάρχει πάντα ένας παγωμένος καφές και αφού αλλάξει μπλούζα τον παίρνει και φεύγει.
Άρχισα να πηγαίνω στο γήπεδο ξανά πριν από δύο μήνες. Μόνο τις μέρες που σχολάω νωρίς. Ρούχα, νερό, μπανάνα είναι έτοιμα στο αυτοκίνητο. 11:30 τελειώνω από τη δουλειά, οδηγάω 35 λεπτά αλλάζοντας τρίτη και τέταρτη ταχύτητα, και 12:15 είμαι συνήθως εκεί. Αλλάζω κάτω από τις σκάλες και μπαίνω στο ταρτάν. Τέτοια ώρα σπάνια θα συναντήσεις κάποιον.
Η ζωή του γηπέδου ξεκινάει μετά τις 16:00. Στην αρχή γεμίζει με παιδιά που τρέχουν σε όλους τους διαδρόμους κι όσο σουρουπώνει οι ηλικίες αλλάζουν. Στις 20:00 κλείνουν τα φώτα και μέχρι τις 21:00 μένουν οι πιο επίμονοι ή οι πιο ψυχαναγκαστικοί. Αυτοί που κι όταν βρέχει, όσο κι αν βρέχει, θα ρίχνουν κύκλους. Αυτοί που κι όταν τα φώτα δεν τα ανάβουν, «δε θα καίμε ρεύμα για έναν δυο τρελούς», θα γυρνάνε αδιάκοπα γύρω από το γκαζόν. Στην αρχή στον 6ο διάδρομο για το ζέσταμα, μετά στον 2ο για τα ανοίγματα και στον 1ο όταν έχουν γρήγορα κομμάτια.
Ο «μία παρά» τρέχει πάντα στον εξωτερικό. Με φόρμα κουστούμι, σετάκι δηλαδή το πάνω με το κάτω, τρέχει βαριά. Αν και προικισμένος με κιλά διακρίνεις σε αυτόν ένα είδος βιασύνης που μπορεί κάποτε -αν υποθέσουμε ότι το έχει ξανακάνει- να ήταν ταχύτητα. Σκυφτός, φοράει πάντα ακουστικά, σχεδόν δυσδιάκριτα, κάτω από τα μαλλιά που καλύπτουν τ’ αυτιά του. Έχει φουσκωμένα μάγουλα κι ένα γκρίζο, παχύ μουστάκι ανάμεσά τους.
Κάθε φορά τον χαιρετάω, αλλά τις πιο πολλές φορές δε με ακούει. Αυτό κατάλαβα όταν μια φορά μου μίλησε. Ήταν χαμογελαστός και φεύγοντας μου είπε «Γεια σου μάγκα». Έτσι απλά. Χωρίς νουθεσία και χωρίς μαγκιά. Από τότε χαιρετιόμαστε πάντα χαμογελαστά με μια ωραία ευγένεια εκ μέρους του.
Ώθηση / Αιώρηση / Προσγείωση. Αυτό επαναλαμβάνεται κάθε φορά σ’ ένα γήπεδο στίβου όταν βλέπεις ανθρώπους να τρέχουν. Ό,τι κι αν συμβαίνει στο μυαλό του καθενός οι τρεις αυτές λέξεις είναι, μάλλον, οι πιο αντικειμενικές για περιγραφή. Όσο μικρότερες σε διάρκεια είναι η προσγείωση και η αιώρηση, κι όσο καλύτερη είναι η ώθηση τόσο πιο λίγα σκέφτεσαι. Όσο πιο γρήγορα συμβαίνουν αυτά τόσο πιο μακριά πας από την αφετηρία: του γηπέδου ή της τελευταίας σκέψης πριν ξεκινήσεις. Όλα λύνονται όταν οι παλμοί πέσουν ξανά κι η καρδιά σταματήσει να στέλνει χείμαρρους αίματος στους μυς. Οι λύσεις που έψαχνες είναι όλες μπροστά σου. Δεν ξέρω αν ο «μία παρά» θα το περιέγραφε έτσι, όμως το ότι κάθε μέρα είναι εκεί εκτελώντας με ακρίβεια τη ρουτίνα του τον κάνει συνένοχο.
Σήμερα το πρωί ένα μηχανάκι ανέβηκε το πλακόστρωτο της Ικτίνου. Σταμάτησε μπροστά στο κουτί μας κι έριξε μέσα έναν φάκελο. Ήταν ο ίδιος κύριος με αυτόν που αφηγούνται οι παραπάνω γραμμές. Ο ίδιος με αυτόν που μου περιγράφει τώρα ο Αχιλλέας, καθοδόν για τη δουλειά, λέγοντάς μου πως, όταν ο κόσμος ήταν πιο νέος, έτρεξε έναν μαραθώνιο με 16χλμ την ώρα και πως ύστερα, αφού τα παράτησε όλα, αφού ήπιε όσο μπορούσε και διένυσε όση μοναξιά κέρδισε, άρχισε ξανά να τρέχει. Σίγουρα βαρύς ανίκητα όμως ελαφρύς γράφει επίμονα κύκλους κάθε μεσημέρι. Κι εγώ, χωρίς να τρέχω, στέκομαι και τον κοιτάω.
Φωτογραφία: Στέλιος Κραουνάκης