Γιώργος Γέργος / Η οσία Μελάνη

Βρίσκομαι μπροστά στην εικόνα με τα τάματα.

Θα σηκώσω τώρα το χέρι μου

προς το φιλντισένιο πόμολο της προθήκης.

Το ανοίγω με τα τρία δάχτυλα της προσευχής.

Την άνοιξη του 1936 ο σιδηροδρομικός φορέας  «London Passenger Transport Board» του Λονδίνου εκκινεί ακόμα ένα πρόγραμμα νέων επεκτάσεων: Μια επέκταση σχεδιάζεται από την Μπέικερ Στριτ ως στο Στάνμορ (Stanmore). Την ίδια χρονιά, στη Ελλάδα ιδρύεται πανηγυρικά ο πρώτος Σύνδεσμος ιδιοκτητών λεωφορείων αστικών γραμμών, πρόδρομος των σημερινών ΚΤΕΛ Πάτρας, ο οποίος κι ανέλαβε τις συγκοινωνίες της πόλης. Στο ακριτικό νησί της Λέσβου ωστόσο τέτοιες ανέσεις είναι ανύπαρκτες, πράγμα που αναγκάζει τον φημισμένο λέσβιο συγγραφέα Στράτη Μυριβήλη να σχεδιάσει το σημερινό ταξίδι του με μέσον τετράποδο.

    Θα μπορούσε να πάρει το καραβάκι από τη σκάλα Συκαμιάς έως τη Μυτιλήνη. Ο καιρός ευνοεί και είναι άπειρες οι τέρψεις της διαδρομής.  Από την πόλη θα μίσθωνε ένα παετόνι ως το Πυργί. Ιδιαίτερα ωστόσο άβολο θα του ήταν κάθε τυχαίο συναπάντημα στην κατάστασή του κι η αίσθησις αυτή θα τον ανάγκαζε να εφεύρει δικαιολογίες, κομπασμούς, ως και μία καθόλου άνετη διαδρομή μέσα από τα βρώμικα στενά πάνω από την Ερμού, για να κατευθυνθεί έτσι απ’ το λιμάνι ως τον Δημοτικό Κήπο, όπου συχνάζανε οι αγωγιάτες. Ακόμα ένοιωθε κατάσαρκα τις χλευαστικές ματιές και τα διακριτικά μεν, άκρως ειρωνικά δε, σχόλια των ομότεχνών του, την τελευταία φορά που εμφανίστηκε στο «Πανελλήνιον». Το νέο εξάλλου είχε ταξιδέψει μαζί του με το βαπόρι απ’ τον Πειραιά και ταραχή προκάλεσε στους κύκλους των διανοούμενων και δημοσιογράφων του νησιού:

Ο μεγάλος μας συγγραφέας Μυριβήλης ευρίσκεται δυστυχώς σε ένα μακράς διάρκειας δημιουργικό κενό.

    Εάν είχε εντοπίσει την αιτία του κακού λίγους μήνες νωρίτερα, εάν κατείχε αυτή την επαγρύπνηση που ίσως όφειλε να έχει, ως άνθρωπος των λέξεων και των μουσών, σαφώς και θα λάμβανε  τα μέτρα του. Όμως η απαρχή αυτής της ατέρμονης και βασανιστικής σύγχυσης, που τώρα τον διακατέχει, υπήρξε ομολογουμένως ανεπαίσθητη. Κάποιες λέξεις αρχικά, κάποιες αταίριαστες φράσεις, μία πρόταση που πάντοτε κλώτσαγε μέσα σ’ένα κατά τα άλλα αψεγάδιαστο κείμενο. Όλα του κόσμου ενάντια στον ποιητή, έλεγε. Κυρίως αυτός ο υπέρμετρος κίνδυνος ανάμεσα στα εγκόσμια ξαφνικά εκείνος να παύσει.  Λίγο η κούραση, λίγο  οι εξελίξεις στα πολιτικά της χώρας, τα πάντα απέναντι στην έμπνευση και τη δημιουργία. Μετά την 4η του μηνός ωστόσο, το έθνος παίρνει τελικώς τον σωστό το δρόμο, εκτός φυσικά από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς. Στο «νέον κράτος»  είναι καιρός και γι αυτόν, τώρα που κλείνει ο Αύγουστος, να ασχοληθεί ξανά με τα γραπτά του, ξορκίζοντας την οκνηρία και την πνευματική χαμέρπεια των τελευταίων μηνών. Γι’αυτό επιστρέφει εσπευσμένα στα πάτρια εδάφη, γι’αυτό οργανώνει το ταξίδι ετούτο. Γι’αυτό  τα καταφέρνει τώρα, εισέρχεται και κατεβαίνει στα μύχια και πάει και πάει μ’ αυτό το ήσυχο μουλάρι. Κατηφορίζει στην οσία Μελάνη.

    Το ξωκλήσι είναι ακουμπισμένο επάνω στο κύμα. Τόπος παραδεισένιος, μυστηριακός, καταφύγιο ύστατο για κάθε ποιητή σε απόγνωση ανά τους αιώνες.

    Ως κι η Σαπφώ από δω είχε περάσει, αιώνες πριν εδώ είχε έρθει, όταν στη ρίζα του σημερινού ναού υπήρχε ολομαρμάρινο το ιερό των μουσών . Το ξακουστό της «μέσαι δὲ νύκτες πάρα δ᾽ ἔρχετ᾽ ὤρα, ἔγω δὲ μόνα κατεύδω..» εδώ το είχε πρωτοψελλίσει. O Ιωάννης ο Θεολόγος , ο μέγας ευαγγελιστής, ημέρες δώδεκα ταξίδευε από την Πάτμο ως τα εδώ σαν ένοιωσε πως τον εγκατέλειπε η θεία χάρη, με σάπια σκούνα και ρωμαϊκά σανδάλια κι αυτός εδώ κατέφυγε, φυγάς θεόθεν παραμιλώντας πως «καὶ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν, Ἔρχου. καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω, Ἔρχου. καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω, ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς (και εμπνεύσεως) δωρεάν. Και ήρθε ο Ιωάννης, δώδεκα ημέρες παραμιλώντας και αμαρτάνοντας, ήρθε παρόλα αυτά και το ’κανε κι αυτός το τάμα του στην Καλλιόπη και την Πολύμνια και την Ευτέρπη.

    Τώρα κατέρχεται ο Μυριβήλης κάθιδρος κι απελπισμένος, μες στα τζιτζίκια και μες στα λιόδεντρα. Απελπισμένος Μυριβήλης, δίχως τις λέξεις του, δίχως την πανοπλία του, ποιητής εν κινδύνω. Το εκκλησάκι στέκεται κάτασπρο ακουμπισμένο κι αυτός  βγάζει παπούτσια κάλτσες, τα πόδια του βρέχει στο νερό. Κατάλευκα τα χαλίκια, σύριγμα ερπετού στ’ ακροδάχτυλά του κι από την τσέπη του σακακιού αργά φανερώνει το μελανοδοχείο.

    Την ώρα ακριβώς που δύει ο ήλιος πίσω από τα χωριά της Γέρας, χύνει το μελάνι στις τέσσερις γωνίες του κτίσματος.

λαμπρυνθεῖσα Μελάνη,

 ἤστραψας ἐν τῷ κόσμω.

ἀρετῶν λαμπηδόνας.

Όθεν Μελάνη, σε πόθω.

τρεις φορές το φωνάζει και μία ψιθυριστά, με μια κατάλευκη σελίδα ακουμπισμένη στα χείλια. Τα μάτια κλειστά καθ’ όλη την διάρκεια της ψαλμωδίας. Ποτίζει ελαφρώς τις γωνίες της σελίδας με το εναπομείναν μελάνι του δοχείου, με τον αντίχειρα και τον παράμεσο του δεξιού χεριού προσεχτικά τις κόβει. Τέλος, σχηματίζει με τις σχισμένες και ποτισμένες από μελάνι γωνίες μικρό χάρτινο σφαιρίδιο και αγόγγυστα καταπίνει.

    Ακουμπισμένος κάτασπρος έγινε ο Μυριβήλης, ίπταται κι άστραψε μέσα στον κόσμο και ούτε λιόδεντρα ούτε τζιτζίκια. Όλος αλλιώτικος μέσα στα εγκόσμια μες στα επικίνδυνα και πώς ξαφνικά εκείνα παύουν, πώς γίνεται και ούτε κάθιδρος ούτε καν ποιητής υπάρχει.

    Κοιτάχτε τον τώρα που δεν κατέχει τα άκρα του, πώς μπαίνει μέσα στην εκκλησία αργά, χωρίς παπούτσια, χωρίς τις λέξεις, χωρίς μελάνη.

 

 

υστερόγραφο σημείωμα:

 Ένα χρόνο αργότερα, το 1937, ο συγγραφέας Στράτης Μυριβήλης

εκδίδει το « Τραγούδι της Γης», μετά από βασανιστική -φημολογείται- συγγραφική δυστοκία.

 

Γιώργος Γέργος, «Η οσία Μελάνη», Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 4 (Λογοτεχνία της Λέσβου), Απρίλης 2020, σ. 26-29.

Σχέδιο: Αλέξανδρος Καραβάς