Μήτσος Καμίτζος (1884-1979)[1]
Ενώ πεθαίνουν οι ελπίδες
Και στο δεντρί που τ’ όνομά σου χάραξες
μιαν αγριεμένη του Γενάρη μέρα,
τώρα στολίστηκε με χίλια λούλουδα
και μ’ ευωδιές γιόμισε τον αγέρα.
Και στην καρδιά που τ’ όνομά σου χάραξες
μια μέρα πούχε μέσα της το Μάη,
κλαίγοντας τώρα του Γενάρη ο άνεμος
βογκά σαν κάτι να μοιρολογάη.
Βασιλικός μοσχοβολά
Γλυκά η καρδιά μου τραγουδά,
Βασιλικός μοσχοβολάει στη γλάστρα
κι είμαι σαν το χαρούμενο
παιδί, φτάνω τον ουρανό με τ’ άστρα.
Να μεθάς
Να μεθάς από φως, ομορφιά και γαλήνη,
να μεθάς κι η ζωή να περσέβει
λευκός κύκνος στην πλάβα γαλήνη,
μες στο θάμα του ονείρου να πλέβει.
Κι όσο πας να μεθάς, κι όσο πας ν’ αλαργεύεις,
κάποιος ίσκιος που τ’ όνειρο δίνει,
η χαρά τα φτερά να μαζεύει,
να χυμάει εντός σου η οδύνη.
Πλέω
Πλέω μεσ’ ένα φως, πλέω μεσ’ ένα φως,
κι είναι γαλαζοπράσινο σαν το γιαλό,
έτσι απαλό, λικνιστικό,
έτσι πολύ σα χαίτη του ήλιου,
χώρια απ’ τους άλλους, μακρυά,
μες σ’ ένα φως, μες σ’ ένα φως.
Κι ήσουν
Κι ήσουν κάτι σαν πνοή
του μοσχάτου Απρίλη
αηδονιών κελάδημα
απ’ αγάπης χείλη.
Κι ήσουν σαν τ’ απόβροχου
ξαστεριά και λάψη,
στάλαγμα από βούρκωμα,
ματιών πούχαν κλάψει.
Πλάνο γλυκολάλημα
αηδονιών κοπάδι
λουλουδιών ξεπνόϊσμα
σ’ ονειρένιο βράδι.
Σαν αφρός που στόλιζε
το ξανθό ακρογιάλι
περ’ ως τ’ ακροκέφαλο
που φιλούσε αγάλι.
Κι ήσουν κάτι σαν πιοτό
που τα φρένα παίρνει
και στου ονείρου τς γητιές
πλάνο σε ξεσέρνει.
Κι ήσουν ροδανθός
που ρουφούσε φως
και κερνούσε μύρο.
Κι ήσουν μια μάγισσα
με τα κρίνα χέρια
που αμολούσαν γύρω σου
άσπρα περιστέρια.
Κι ήρθες και μου ξήγησες
την αγάπη αλλιώς
κι έγιναν τα χείλη σου
μαγικός αυλός.
Κι ήρθες χελιδόνι
μ’ άνοιξης λαλιά
και την έρμη στέγη
στόλισε η φωλιά.
Μα δεν ξέρω πως,
ρίζωσες καημός,
πόνου σταλαγμός.
Για σένα
Για σένα πίνω το κρασί
για σε μιλώ με τ’ άστρα,
για σένα τα μυριστικά,
ποτίζω μες στη γλάστρα.
Νάμουν
Νάμουν αφρός της θάλασσας να σ’ αγκαλιάζω
νάμουνα φως του φεγγαριού να σε φιλώ.
Αϊδόνι νάμουνα, σκοπούς να σου ταιριάζω,
πέτρα άκαρδη, να μην πονώ.
Μια κάποια μέρα
Από την πόρτα σου πια δεν περνώ
και στο χωριό συχνά δεν κατεβαίνω,
μα μόλις δω κανένα χωριανό
ρωτώ, ξαναρωτώ και δε χορταίνω.
Τι νέα λοιπόν κάτω στο χωριό;
Ποιές αρραβώνες έχουμε, ποιό γάμο;
Τι κάνει το Τηνάκ’ κι η Κρουσταλλιώ
με το μαγιό ξαπλώνουνται στον άμμο;
Έμαθα πως η κόρη του Μαντά,
έχει ξελογιαστεί με το Βασίλη,
αλήθεια, εσύ θα ξέρεις, σοβαρά
γύρισε στο Λευτέρη το μαντήλι;
Για κάθε μια ξεχωριστά ρωτώ
κι ενώ για σένα καίομαι να ρωτήσω
θαρώ πώς μόλις τ’ όνομά σου πω,
θα τα μπερδέψω ή θα κοκκινίσω.
Ώστε δεν αρβωνιάστηκε καμμιά;
Κάνε τσιγάρο, είναι από χαβάνι
έρμος, μονάχος δω, στην ερημιά
λοιπόν ντουμάνι, στο ντουμάνι.
Από την πόρτα σου πια δεν περνώ
και στο χωριό ανάρια κατεβαίνω
μα κάποια μέρα πάλι θα σταθώ
μπροστά σου, να σου λέω. «Πεθαίνω».
Θερίστρα
Ολημερίς εχτύπαγε
τ’ ασήκωτο δρεπάνι.
Έφαγε εληές και κρίθινο
ψωμί διπλοψημένο.
Κι έλεγα, η νύχτα σαν τη βρει
τι αποσταμένη θάναι.
Μα η νύχτα σαν εζύγωσε
κι έλαμψε το φεγγάρι
κι έγινε ο κάμπος όνειρο
και τα βουνά ασημένια,
γυρμένη πλάι στη θυμωνιά
με μάτια ονειρεμένα,
σαν ποιους καημούς θυμήθηκε
τι πόνος την πληγώνει
κι αρχίνησε να τραγουδά
σα ερωτεμένο αηδόνι;
Του παιδιού μου
Η δυστυχία ξάπλωσε πάνω μου τα φτερά της.
τέλειωνε τη ζωή σου αυτή μ’ έκρωξε κι η μορφιά
του κόσμου είναι ανήμπορη να σε κρατήσει πια,
μες στην ερμιά που βρέθηκες πανέρημος διαβάτης.
Μ’ άξαφνα σεις φανήκατε ματάκια του παιδιού μου,
τέτοια λογάκια μου είπατε πρωτάκουστα γλυκά
έτσι σε μένα απλώσατε χεράκια του λευκά,
που έγινα ξάφνου ο δαμαστής τ’ ασήκωτου καημού μου.
Κάτι να σου μιλήσει
«Τώρα που σε στράβωσε
ο Χάρος τραγουδάς καλύτερα»
Μυριβήλης
Ο μπάρμπα Γιάννης έφταξε
κάτι να σου μιλήσει
και τα παιδιά από το χωριό
λουλούδια να σου φέρουν.
Βρήκαν την πόρτα σου κλειστή
και τα κανάτια μαύρα.
Σαστίσανε, τρομάξανε, τρέξανε φοβισμένα,
πάνε και λένε στο χωριό
το μήνυμα το μαύρο,
κλαίνε γυναίκες και μωρά
κι άντρες ηλιοκαμένοι
που το λογούσανε ντροπή
και να δακρύσουν λίγο.
Είσοδος στον Άδη
Σαν τι καμάρι νάκανε
ο Χάρος σαν σε πήγε!
Σαν τι, να λέγαν οι νεκροί
ως σ’ είδαν να προβέλνεις
να περπατάς σα Ρήγισσα,
σαν κύκνος να λυγιέσαι.
Για πε, να λάχαινα μ’ αυτούς
Να σε καλωσορίσω.
Θε ν’ απομένουν όλοι τους
σαν αποσβολωμένοι
καθώς θ’ αγκαλιαζόμασταν
κι ο Χάρος, θε να σκούσε.
Δεν μου παράγγελνες
Δε μου παράγγελνες μωρέ
Χάρε να σου μετρήσω
όσα φλουριά κι αν ήθελες
όσο αίμα κια διψούσες
να σφάξω αράδα τα μωρά
τα ζωντανά κοπάδι
από το μαύρο στόμα σου
να ξεχειλίσει το αίμα.
Μόνο ήρθες, με ξεγέλασες,
την ακριβή μου πήρες
τι ήσουνα ποθοπλάνταχτος
κι ήθελες να σου μάθει
τη νοστιμάδα του φιλιού,
τη λάβρα της αγάπης;
Σε περιμένω
Σε περιμένω θάνατε να ‘ρθεις
καθώς το λιοβασίλεμα της νύχτας τα σκοτάδια.
Μα πριν με πάρεις όρο θέτω να μου πεις,
θα βρω κει στα λημέρια σου
πόθου φιλιά κι αγάπης χάδια;
Από το «Μικρό Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», επιμ. Ζ. Δ. Αϊναλής, Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα Παραμεθορίου, τ. τ. 4 (Λογοτεχνία της Λέσβου), Απρίλης 2020, σ. 73-80.
Σχέδιο: Αλέξανδρος Καραβάς
[1] Το 1973 από τις εκδόσεις της Πηγής, εξέδωσε ο Γιώργος Βαλέτας στην Αθήνα τα Ανάλεκτα του Μήτσου Καμίτζου (Δ. Κ. Καμίτζος, Το καμένο βουνό (Γιανίκ Μπαΐρ). Λογοτεχνικά ανάλεκτα). Καθώς το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ο Μήτσος Καμίτζος κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν, σε πολύ προχωρημένη ηλικία, η νουβέλα Σαχίν (βλ. το δοκίμιο της Αγγελικής Κορρέ στο ανά χείρας τεύχος), ο Γιώργος Βαλέτας συγκέντρωσε σε έναν τόμο μέρος του ανέκδοτου ή σκόρπιου σε παλαιές εφημερίδες έργου του Καμίτζου. Τα περισσότερα ποιήματα αυτής της ανθολόγησης τα πήραμε από την έκδοση αυτή. Τα ποιήματα «Ενώ πεθαίνουν οι ελπίδες» και «Σε περιμένω» ανασύρθηκαν από την ανθολόγηση του Κ. Γ. Μίσσιου, στην οποία και παραπέμπουμε για τις περαιτέρω λεπτομέρειες της εκδοτικής ιστορίας τους (βλ. Κ. Γ. Μίσσιος, Ανθολόγιο Λεσβίων ποιητών. Α΄ τόμος, Μυτιλήνη, 1998, σ. 659-668). Το ποίημα «Μα κάποια μέρα» πρωτοδημοσιεύτηκε στο Λεσβιακόν Ημερολόγιον του Π. Ι. Σαμαρά (Μυτιλήνη, 1956 (σ. 161). Αναδημοσιεύτηκε και στις δύο ανθολογίες, και του Μίσσιου (σ. 663) και του Βαλέτα. Ωστόσο, στην έκδοση του Βαλέτα ο τίτλος τυπώνεται ως «Μια κάποια μέρα» και το ποίημα παρουσιάζει διαφορετικές γραφές σε κάποια σημεία. Υποθέτοντας πως η εκδοχή που παρουσιάζει ο Βαλέτας ήταν η τελική εκδοχή του ποιήματος (αφού ο Μίσσιος ανατυπώνει την εκδοχή του Λεσβιακού Ημερολογίου) και εγκεκριμένη κατά τα φαινόμενα από τον ίδιο τον ποιητή, την προτιμήσαμε κι εμείς εδώ, κρατώντας και τη δυσερμήνευτη διαφοροποίηση του τίτλου (από «μα» σε «μια», δηλαδή), η οποία δεν φαίνεται να είναι τυπογραφικό λάθος αλλά εσκεμμένη. Το 1977, δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Καμίτζος συγκέντρωσε κάποια ποιήματα (άλλα ήδη δημοσιευμένα και άλλα αδημοσίευτα) σε μια συλλογή με τον τίτλο Το σκονισμένο ράφι (Αθήνα, 1977). Τα ποιήματα «Θερίστρα», «Του παιδιού μου», «Κάτι να σου μιλήσει», «Είσοδος στον Άδη» και «Δεν μου παράγγελνες» προέρχονται από την έκδοση αυτή.