Νατάσα Παπανικολάου / Οι γυναίκες της Πατησίων

Παπανικολαου_γυναίκες_της_πατησίων

Όλα ξεκίνησαν από το ποίημα της Ραμόνα γιατί ήταν το ποίημα της Ραμόνα που μας έσπρωξε που μας έβγαλε στον δρόμο εκείνη τη μέρα που ο ήλιος δάγκωνε το δέρμα κι οι φτέρνες διψούσαν για λίγο χώμα. «Φορώ τα ρούχα της ημέρας του βιασμού μου να δω αν θα ξανάρθεις» έγραψε το σκατό κι ήταν «η γουλιά που ξεχείλισε το ποτήρι» όπως θα έλεγε αργότερα η Στεφανία στο Α.Τ. της Ομόνοιας κρατώντας ψηλά το κεφάλι με τη μύτη ανοιγμένη να στάζει ποτάμι το αίμα πάνω στη λευκή μπλούζα και στο peap toe στο ένα πόδι, αυτό που ήταν γερμένο προς τα μέσα ντροπαλά. «Και βγαίνω έξω. Στρίβω από την ίδια γωνία την ίδια ώρα» συνέχιζε να μουρμουρά η Ραμόνα στο κεφάλι μου και δεν ήταν η ωμότητα ή η σκληρότητα των λέξεων γιατί εμείς ξέραμε τι είχε συμβεί και τι ακολούθησε αλλά το γεγονός ότι αυτές ήτανε που να πάρει ο διάολος οι τελευταίες λέξεις που ξεπήδησαν από το ωραίο μυαλό της αυτό που δεν υπάρχει πια αυτό που βιάστηκε κείνη τη μέρα περισσότερο κι από το σώμα αυτό ήταν το χειρότερο. «Με είδαν λέει να πετώ πάνω σε μια ξύλινη σκούπα / η γυναίκα δεν έχει ιδιοκτησία» συνέχιζε η μικρή και να με θυμάμαι -δεν ξέρω γιατί θυμάμαι αυτό κι όχι κάτι άλλο από κείνη τη μέρα- μου ‘ρχεται όμως η εικόνα να κοιτάζω τα παπούτσια μου και να σκέφτομαι αν κάνουν για την πορεία μια τόσο καλοκαιρινή μέρα έτσι σαν να μην είχε συμβεί τίποτα εγώ φορούσα τώρα την μπλούζα με τις σφιχτές ράντες κι ετοιμαζόμουν να ανέβω στην Πατησίων. «Η γυναίκα δεν έχει ιδιοκτησία, η γυναίκα δεν έχει το σώμα της / κάθε πόδι, χέρι, αυτί, δέρμα αυτής τη γης ανήκει στη γυναίκα / αλλά η γυναίκα δεν έχει ιδιοκτησία» έλεγε η Ραμόνα κι η Μαργαρίτα δεν καταλάβαινε αυτά τα περί μαγισσών αλλά εμένα μ’ έτρωγαν κι ήθελα να φωνάξω «ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ» περνώντας τώρα δίπλα απ’ το καφενείο γωνία Παιωνίου κι Αχαρνών όπου καθόταν πάντα η τσατσά με το διχαλωτό αυτί εκείνη που μας έφερνε τρόμο και σιχασιά και που τώρα πια κοντεύαμε να γίνουμε φίλες όπως έρχεται η ηλικία και τα σβήνει όλα στις γυναίκες. Ερχόμαστε πιο κοντά όταν ζαρώνουμε όταν δεν υπάρχουν οι ανταγωνισμοί αν και πάντα νομίζω ότι ήμασταν πιο κοντά η μητέρα η τσούλα η αγία η συφεροντολόγα δείχνουν την ίδια συμπόνια σ’ ένα μικρό αγόρι στην κούνια. «Φορώ τα ρούχα του βιαστή μου / Και είμαι αόρατη». Θα μας ξεκάνεις, Ραμόνα, γαμώτο! Πάντοτε θυμάσαι τα ρούχα και το ‘ξερε. Κοιτάζω κάτω και στρώνω τη φούστα μου με την ίδια κίνηση που χρόνια τώρα οι γυναίκες στρώνουν τη φούστα τους και παρατηρώ τα γόνατά μου που ήταν πάντα το πιο άσχημο σημείο πάνω μου τα βλέπω να πετάγονται χοντρά προς τα έξω αλλά είναι αργά για να γυρίσω πίσω ν’ αλλάξω. Έχω φτάσει Φυλής και Φερρών, σημείο κλασικό για φέρμα σκέφτομαι σε άλλη εποχή θα έφευγα χωρίς παπούτσια και μπουφάν αν ήταν χειμώνας κι αυτή η βία μού φαίνεται τώρα νορμάλ κι όταν θυμάμαι τι έγινε λίγο παρακάτω όχι, δεν είναι καθόλου νορμάλ να φορώ το φόρεμα το λευκό με τα κρόσσια που είχε μια στάμπα και το έβαζα συνέχεια γιατί έκανε αντίθεση με το δέρμα μου γιατί ήμουν πολύ μελαχρινή μικρή κι εκείνοι να χώνουν τα χέρια τους μέσα μου ο Κυριάκος ο ψηλός κι ίσως ο Παναγιώτης να με στριμώχνουν στο μικρό προαύλιο του 42 στη Μιχαήλ Βόδα να μου κατεβάζουν όπως-όπως το βρακί κι εγώ να μην ξέρω τι γίνεται θυμάμαι να μην έχω τρίχες ακόμη. Μακάρι να το πάθαινες κι εσύ Ραμόνα. Όσο πιο νωρίς τόσο καλύτερα. «Μπορώ να θεραπεύσω, να γεννήσω, σε κρατώ απ’ τ’ αρχίδια, Παντοδύναμε, αντέχω τον πόνο». Άραγε γι’ αυτό μιλούσες; Για τη σκληρότητα αυτή στην οποία φτάνουμε οι γυναίκες γιατί αλήθεια σ’ το εύχομαι Ραμόνα ακόμα και τώρα που έχεις πεθάνει λέω μακάρι να σ’ είχαν στριμώξει δυο-τρεις φορές μικρή να μην ήσουν γάλα στη ζωή αλλά γραμμένη. Είμαι στην 3η Σεπτεμβρίου  Ραμόνα σε λίγο θα συναντήσω την Όλγα και τη Τατιάνα. Βλέπω όμως από μακριά ήδη μπουλούκι απέναντι απ’ το Μουσείο. Οι γυναίκες είναι όμορφες τις λούζει ο ήλιος τα βυζιά τους κρέμονται απ’ τις μπλούζες τα τακούνια τους είναι χρωματιστά οι πόζες τους ακαταμάχητες μερικές έχουν βάλει τα χέρια τους στη μέση και καπνίζουν δυο τρανς κουκλάρες κλέβουνε την παράσταση κρίμα που δεν ντύθηκα πιο έξαλλα σκέφτομαι είναι σαν πίνακας σαν ζωγραφιά. «Γυναίκες στην Πατησίων». Όλα είναι ωραία σήμερα για σένα Ραμόνα. «Φορώ τα ρούχα της ημέρας του βιασμού μου, τα φορώ από το πρωί ώσπου να κοιμηθώ. Δεν αλλάζει τίποτα. Κουράστηκα να σε περιμένω να έρθεις». Η πορεία δεν ξεκινά χωρίς εσένα Ραμόνα. Κλαίμε. «Το θύμα είχε ψυχολογικά προβλήματα» ακούω να συζητούν τη δικογραφία. Κοιτάζω την Όλγα. Τι να πει κανείς γι’ αυτό το παιδί. Μισή έχει μείνει απ’ την πρέζα αλλά έβαλε σήμερα τα καλά της. Το μαλλί πιασμένο να φαίνεται καθαρή η σκυλίσια της μούρη και δεν φοράει μαύρα παρά έχει δανειστεί της αδερφή της. Τις άλλες γύρω δεν τις ξέρω όλες. Η πορεία δεν ξεκινά. Έχει περάσει μια ώρα από την ώρα της προσυγκέντρωσης. «Η Μάρνη είναι κλειστή, η Τοσίτσα κλειστή, η Ηπείρου κλειστή, ως τη Σταυράκου τίγκα στο μουνί, δεν ξέρω τι συμβαίνει, ρε Θανάση». Ηλίθιε. Η πορεία δεν ξεκινά. Τα πόδια είναι βαριά ο ήλιος δαγκώνει το δέρμα. Δεν ξέρουμε προς τα πού να πάμε λένε τώρα γι’ αυτό δεν πάμε πουθενά. Δεν ξέρω τι με έπιασε Ραμόνα αλλά τσαντίστηκα και φώναξα δυνατά ότι δεν χρειάζεται να ξέρουμε πού θα πάμε δεν είναι πορεία για τους φόρους γαμώ τον Χριστό ξαφνικά θέλω να περπατήσω μέχρι να λιώσουν οι σόλες των παπουτσιών μου. Η πορεία ξεκινά. Με λαμπρότητα. Πρώτα οι γενναίες. Εκείνες που επέζησαν. Κρατούν τις φωτογραφίες τους. Είναι οι ίδιες τα θύματά τους. Ποτέ δεν έκλαψε κανένας γι’ αυτές. Μετά από έναν βιασμό το σπίτι γκρεμίζεται. Είναι σαν να πεθαίνει ένα παιδί. Τίποτα δεν είναι πια φυσιολογικό. Κρατούν και τη φωτογραφία σου Ραμόνα και το ποίημα που έγραψες πριν κρεμαστείς και είναι κι η δικηγόρος σου η Μάχη. Με φωνάζει από μακριά η Μαρία κι η Σόνια που μας προλαβαίνουν στην Αιόλου τώρα είναι σαν να ξέρω όλες τις γυναίκες πια. Βαδίζουμε σιωπηλά  ακολουθούμε τις μπροστινές χωρίς να λέμε λέξη σαν να ‘ναι αυτή η κηδεία σου σκύβουμε μέσα στον τάφο βλέπουμε το φέρετρό σου κι εσύ επιμένεις να φοράς τα ρούχα του βιασμού σου. Όταν τα κρόσσια ήρθαν ξανά στη μόδα εγώ ανατρίχιασα. Πάντα θυμάσαι τα ρούχα. Ψηλά στη Σταδίου μας βρίζουν άσχημα μας λένε να πάμε για ψώνια καλύτερα ακούγονται σφυρίγματα ωρύονται όλοι οι καταπιεσμένοι βιαστές σου Ραμόνα δεν θέλει πολύ για ν’ ανάψει το πράμα. Και να σου οι μπάτσοι μας λένε ότι παρεμποδίζουμε την κυκλοφορία κι ότι η πορεία των γυναικών πρέπει να διακοπεί γιατί ο σκοπός δεν γίνεται «κατανοητός» γιατί δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό που γίνεται «γιατί αυτά συμβαίνουν». Ραμόνα αυτά δεν συμβαίνουν. «Πίσω από το Χίλτον μετά από διασκέδαση. Ήταν Ρουμάνα», ακούω να λένε για σένα. Έχουμε φτάσει στο Σύνταγμα τώρα. Ο ήλιος βράζει την άσφαλτο νομίζω ότι είμαστε στην έρημο πια σε ένα χωριό άγονο μπορώ να μυρίσω τον ιδρώτα μου η φτέρνα μου είναι γεμάτη χαρακιές και μέσα τους έχει χωθεί ο αθηναϊκός Αύγουστος και όλη η βρώμα της πόλης. Τα ποντίκια του Μεταξουργείου πηδάνε τις γραμμές αυτή την ώρα ο ήλιος στέλνει τις ακτίνες του κάθετα σου άρεσε η ζέστη θυμάμαι και ξαφνικά δροσιά οι μπάτσοι μάς χτυπάν με νερό κι εγώ ξυπνάω και αρχίζω να τρέχω τώρα αλλά δεν φεύγω. Η πορεία θα συνεχίσει πάση θυσία. Το βλέπω και στα μάτια των άλλων. Καμιά μας δεν σταματά. Όλες ακολουθούν εμένα τώρα. Δεν ξέρω πού πάω μας έχουν τσακίσει. Νιώθω σαν να κουβαλώ ένα γράμμα σημαντικό σαν να κρίνεται ο πόλεμος απ’ τη δική μου στάση. Ραμόνα είμαι στρατιώτης πια. Δεν θα σταματήσω ποτέ. Γυρίζω το κεφάλι να δω. Μακριά σε μια στοά φιγούρες μαύρες με καρφώνουν κάθονται αλαζονικά με τα χέρια σταυρωμένα σαν να μου υπόσχονται ότι θα πάθω αυτό που φοβάμαι περισσότερο αν δεν το βουλώσω τώρα. Δεν το βουλώνω. Δεν θα το βουλώσω. Αρχίζω και μουρμουρίζω πρώτα μες απ’ τα δόντια μου σαν να διαβάζω ένα ξόρκι συλλαβιστά και ρυθμικά «Φορώ τα ρούχα της μέρας του βιασμού μου» όμως οι λέξεις βγαίνουν βαριές τσαμπουκαλεμένες παρμένες. Ένας μπάτσος στρέφεται προς το μέρος μου τώρα προς το μέρος της φωνής μου. Είναι ψηλός μαυριδερός σαν ένα παιδί απ’ την Καλαμάτα ή τη Ρόδο δεν ξέρω είναι γύρω στα 25 κι όμως τα βήματά του είναι τόσο σίγουρα. Με αρπάζει και με ταρακουνά «τι λες μωρή μαλακισμένη;» Με παίρνουν τα δάκρυα και τρέμω. Τραβιέμαι βλέπω την Όλγα στην άσφαλτο με το πόδι ματωμένο απ’ την τριβή εγώ ασάλευτη με τον δικό μου κι αυτός ακίνητος δεν ξεκινάμε. Πάω να κάνω ένα βήμα. Τότε με σταματά με το σώμα του. Σκέφτομαι ότι μπορεί να με σκοτώσει απλά με τη δύναμη των χεριών του. Η πορεία διαλύεται. Όλες στο Τμήμα για εξακρίβωση. Εγώ είμαι εγώ εσύ είσαι εσύ κουβέντα να γίνεται πάνω στο πτώμα σου. Οι λέξεις σου όμως οι λέξεις σου στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου και με στοιχειώνουν.    

Φορώ τα ρούχα της ημέρας του βιασμού μου

να δω αν θα ξανάρθεις.

Και βγαίνω έξω.

Στρίβω απ’ την ίδια γωνία, την ίδια ώρα.

Με είδαν να πετώ πάνω σε μια ξύλινη σκούπα

η γυναίκα δεν έχει ιδιοκτησία

η γυναίκα δεν έχει το σώμα της

Κάθε πόδι, χέρι, αυτί, δέρμα αυτής τη γης ανήκει στη γυναίκα

αλλά η γυναίκα δεν έχει ιδιοκτησία.

Φορώ τα ρούχα του βιαστή μου

και είμαι αόρατη.

Μπορώ να θεραπεύσω, να γεννήσω,  

σε κρατώ απ’ τ’ αρχίδια, Παντοδύναμε,

αντέχω τον πόνο.

Φορώ τα ρούχα της ημέρας του βιασμού μου,

τα φορώ από το πρωί ώσπου να κοιμηθώ.

Δεν αλλάζει τίποτα.

Κουράστηκα να περιμένω να έρθεις.

 

Σκίτσο: Αλέξανδρος Καραβάς