Παναγιώτης Κ. / Για τον Ασημάκη Βεϊνόγλου

Μπαρμπέρης, κιθαρίστας, σκουπιδιάρης, ποιητής. Ταλαιπωρημένος, φτωχός,  καλόκαρδος, αυτοσαρκαζόμενος, λυρικός, ευαίσθητος,  γλεντζές, ερωτευμένος με τη φύση του νησιού, σεμνός, σκυφτός, χαμογελαστός. Στις κάμποσες αποτυχημένες ομολογουμένως προσπάθειές μου να ξεκινήσω να γράφω για τον Ασημάκη Βεϊνόγλου, κατέληξα να τα παρατάω και απλά να τριγυρνάω στην πόλη του, την πόλη μας, τη Μυτιλήνη, προσπαθώντας να τον δω σε κάποιο από τα στενά της ή μέσα σε κάποιο κουρείο να παρατάει τη δουλειά και να πιάνει την κιθάρα του για να παίξει μελωδίες αριστοτεχνικά για τους πελάτες φίλους του. Ή να διασκεδάζει τον κόσμο σε κάποιο καφενέ μέχρι αργά το βράδυ με τη μουσική και τη φωνή του.

    Προσπαθώ να τον δω συντετριμμένο το 1913 μετά τον θάνατο της γυναίκας του, γεγονός που τον καταρράκωσε, να περπατάει σκυφτός και ένα χρόνο μετά στις 15 Οκτωβρίου του 1914 να βλέπει δημοσιευμένο το ποίημά του «στην πεθαμένη» στο περιοδικό Σάλπιγγα. Προσπαθώ να τον παρατηρήσω καθώς διαβάζει το σημείωμα του Στρατή Μυριβήλη για το ποίημα στη στήλη του περιοδικού «στα πεταχτά»: «ένα τραγούδι πολύ απλό και το αίσθημα τρέχει σαν βρυσούλα πόνου μέσα από τους αφελείς στίχους. Το τρομερόν δυστύχημα που το ενέπνευσε είναι ακόμα νωπόν, και η πληγή του ακόμα αιμάσσει. Μέσα εις τα γραμμάς του σπαρταρά η ψυχή του συζύγου και του πατέρα.» Και τώρα διαβάζω την πρώτη αναφορά του Μυριβήλη στον Βεϊνόγλου, την πρώτη Οκτωβρίου του 1914, από την ίδια στήλη, όπου παρουσιάζει το ποίημα «Μούστος»: «Από σήμερα θα σας προσφέρω από αυτήν εδώ την στήλην από ολίγους διαλεχτούς στίχους. Ανήκουν εις έναν Μυτιληναίον ποιητήν, καλύτερα τραγουδιστήν. Που όλη η ζωή του εκύλησε και κυλάει αναμεταξύ μας αγνοημένη, μέσα εις μίαν υπερανθρώπως ωραίαν δυστυχίαν. Όλα ο πόνος που ημπόρει να κερασθεί εις την ανθρώπινην ψυχήν, που ημπόρει να κάμψει και να εκμηδενίσει και την πλεόν αναίσθητον ύπαρξιν. Εδόθη ως ένα μεγάλο ποτήριον αλόης εις τα χείλη του πλέον αισθαντικού ανθρώπου, του πλέον αληθινού ποιητού. Και εκείνος το ήπιε το πικρόν ποτήρι μέχρι τρυγός, εχαμογέλασε με εγκαρτέρησιν και έκλαψε σφίγγοντας στα στήθη την κιθάραν του. Η τύχη δεν του επέτρεψε να αναπτυχθεί πνευματικώς όσον έπρεπε, και για ειρωνεία τον έρριψε εις ένα επάγγελμα όλως διόλου έξω του κύκλου των συνόρων του. Τον έκαμε…μπαρμπέρη»«Υπερανθρώπως ωραία δυστυχία» γράφει ο Μυριβήλης. Και ναι, ο Ασημάκης ήπιε όλο το ποτήρι και το έκανε τραγούδια. Ο «μη ανεπτυγμένος πνευματικά» μπαρμπέρης «του οποίου το πηγαίο ποιητικό ταλέντο θαυμάζεται από της Μυτιλήνης τους διανοούμενους», όπως σημείωνε το 1938 στην εφημερίδα Έθνος ο δημοσιογράφος Σταμάτης Σταματίου, με το ψευδώνυμο Σταμ. Σταμ. Σημείωνε ο Σταμ. Σταμ. στην εισαγωγή του  άρθρου του: «Σήμερα σκοπός της παρούσης δεν είναι οι αναδειχθέντες και στεφθέντες ποιηταί της νήσου, αλλά οι καταπτοθέντες από την ζωήν, οι παραμερισθέντες από την τέχνην, οι παροραθέντες, οι αγνοηθέντες τόσον από τους πατριώτας των, ίσως όσον και από το ελληνικόν κοινόν. Είναι εκείνοι που είχαν λάμψιν, μέσα στην καρδιά τους, ποιητού, που θ’ ακτινοβολούσαν πιο μακρυά, αλλά τους σκέπασε και τους έθαψε το μόδιον της ανάγκης ή και της κακής μοίρα τα γραμμένα, ή του βίου αι συμπτώσεις και αναποδιές»… Και αν μη τι άλλο, ο Ασημάκης Βεϊνόγλου, η ζωή του όλη περιγράφεται ακριβώς από τις γραμμές αυτές, τυπωμένες στο Έθνος την Κυριακή 11.12.1938.

    Συνεχίζω τη βόλτα μου προσπαθώντας να καταλάβω τον Ασημάκη. Και τον βλέπω να μελοποιεί το ποίημά του «Σαν τι να λεν οι καλαμιές» που τραγουδήθηκε για χρόνια από τους παλιούς Μυτιληνιούς. Διαβάζω τον Γιάννη Χατζηγιάννη, γνώστη της μουσικής κίνησης της Λέσβου να γράφει το 1944 στο περιοδικό Λεσβιακά Γράμματα: «…Έπαιζε κιθάρα με πολλή τέχνη και έκφραση. Έδινε ιδιωτικά μαθήματα με αφιλοκέρδεια και όταν αργότερα η νευρασθένεια του και ατυχήματα του έφεραν και τη φτώχεια ο Βεϊνόγλου με την κιθάρα στο χέρι γύριζε στα κέντρα και στις ταβέρνες βγάζοντας δίσκο. Ο περαστικός θα θυμάται ένα εξαιρετικό κιθαριστή που έτυχε να ακούσεις σε μια ταβέρνα της Μυτιλήνης και ο φιλόμουσος θα απορεί για το κουαρτέτο της Luccia di Lammermoor που άκουσε από ένα πλανόδιο κιθαριστή. Ημείς τουλάχιστον που τον ξέρουμε καλύτερα, πιστεύουμε πως η κίνηση που υπάρχει στη Μυτιλήνη γύρω στην κιθάρα, την χρωστούμε σ’ αυτόν…».Πόσο καταπληκτικό φαντάζει αυτό. Πώς καταδεικνύεται, σε πείσμα των αριστοκρατών και όσων υποστηρίζουν ότι η τέχνη δεν μπορεί ν’ αφορά τους αγράμματους, τους βιοπαλαιστές, τους ταπεινούς, ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο θαύμα! Η κίνηση που υπάρχει στη Μυτιλήνη, σε ό,τι αφορά στην κιθάρα, οφείλεται σ’ έναν μπαρμπέρη! Και υπερθεματίζει ο Μίλτης Παρασκευαϊδης: «… Η μουσική παράδοση και διαπαιδαγώγηση της Μυτιλήνης του οφείλει πολλά…» Ακούω τώρα τον μουσικό Κώστα Πατλάκα ν’ αφηγείται: «…ο Ιταλός πρόξενος Ανσέλμο Ντεπόρτο έστελνε τους Ιταλούς τραγουδιστές, που ήταν περαστικοί από τη Μυτιλήνη, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, στο κουρείο του Βεϊνόγλου, μόνο και μόνο για να τον ακούσουν να παίζει κιθάρα. Κάποτε είχαν, είχαν πάει στο κουρείο του δύο Ιταλοί ναύτες πολεμικού ελλιμενισμένου στη Μυτιλήνη και ο ένας από αυτούς περιμένοντας τη σειρά του για να κουρευτεί άρχισε να τραγουδά «Τραβιάτα». Ο Ασημάκης εξαγριώθηκε  από τις παραφωνίες του, δημιούργησε επεισόδιο , φωνάζοντας ότι ο Ιταλός δολοφόνησε τον Βέρντι – χρειάστηκε να καταφθάσει ο Ιταλός πρόξενος, που είχε ειδοποιηθεί, για να ηρεμήσει ο Ασημάκης…»

    Περπατάω την οδό Θέμιδος σε κάποια πάροδο της οποίας, όπως διάβασα, έμενε ο γέρο-Ασημάκης Βεϊνόγλου. Έπειτα σταματάω σε κάποιο καφενείο. Κάθομαι να πιω τον καφέ μου, ακουμπάω το καπέλο μου στο τραπεζάκι και προσπαθώ ξανά. Προσπαθώ να δω την έκφρασή του όταν γράφει ποίημα για τον Λαπαθιώτη μετά την αυτοκτονία του τελευταίου το 1944. Προσπαθώ να τον κοιτάξω στα μάτια, είμαι κρυμμένος σε μια γωνία της κάμαράς του τη στιγμή που καίει απογοητευμένος και διαμαρτυρόμενος τα γραπτά του στη διάρκεια της κατοχής. Νομίζω πως διαβλέπω για μια και μόνο στιγμή αγριάδα στο βλέμμα του. Μετά παρακολουθώ μια παρέα νέων που εξέδιδε το περιοδικό Λεσβιακά Γράμματα να τον επισκέπτεται στο σπίτι του. Στο σπίτι που ζει «στερούμενος των πάντων ένεκα της αδιαφορίας της κοινωνίας, η οποία τον άφησε στο έλεος της μοίρας, ή πιο ξάστερα, τον άφησε να πεθάνει από την πείνα» όπως μας πληροφορεί στις 15 Ιανουαρίου του 1944 ο Αθανάσιος Τσερνόγλου. Είμαι κάπου εκεί γύρω όταν ο Ασημάκης αργότερα επισκέπτεται αυτούς τους νέους για να τους ευχαριστήσει για την επίσκεψη, για το άρθρο, για τον έρανο που πραγματοποιήθηκε υπέρ του το 1943. Τους περιγράφει πώς έκαψε τα αδημοσίευτα ποιήματα του το χειμώνα του 1941-42. Τους εμπιστεύεται ό,τι έχει απομείνει σίγουρος πως θα κάνουν το καλύτερο.

    Επιστρέφω στο δικό μου σπίτι και χαμογελάω μονολογώντας πως ο Ασημάκης Βεϊνόγλου δεν θα μπορούσε να είναι τόσο βαθιά ποιητής αν δεν ήταν αυτό που ήταν. Και ότι αυτός ο αφιλοκερδής δημοτικιστής ξεπέρασε τον εαυτό του και τη μοίρα του πιστός οπαδός της ζωής, και γι αυτό ξεδιπλώνοντας άλλο ένα ταλέντο του. Αυτό του σατιρικού. Στα χρόνια της μεγάλης δυστυχίας του δεν άρχισε να βαρυγγωμά αλλά σάρκασε τον εαυτό του και τους άλλους μέσα από τις σελίδες του Τρίβολου, περιοδικό του Στρατή Παπανικόλα. Σημειώνει ο Παπανικόλας στις 10 Ιουνίου 1938: «… ο γνωστός συμπολίτης λυρικός ποιητής και κιθαριστής Ασημάκης γυρίζοντας πίσω από τα γαϊδουράκια με τα σκουπίδια, ανεκάλυψε πως ο κόσμος δεν αξίζει να τον παίρνει κανείς σοβαρά. Γι’ αυτό τσάκισε τη λύρα του, την πέταξε μέσα στο κοφίνι των σκουπιδιών και πήρε την απόφαση να μην ξαναγράψει πια παθιάρικο τραγούδι. Από δω κι εμπρός η Μούσα του θα παίζει και θα γελάει τσαχπίνα και πειραξίτισα στο πείσμα της Μοίρας που θέλει να μαζεύουν σκουπίδια οι γέροι καλλιτέχνες. Το πρώτο του σατιρικό τραγούδι «Άρια» που βάζουμε παρακάτω το συνόδεψε με τούτο το έμμετρο γραμματάκι:

 

Σε γράψε, σκίσε χάλασα

ένα καβέρνο κόλλες

να σ’ αραδιάσω τις ψευτιές

τις παρακάτω όλες.

Σε στίχους του γλυκού νερού

«Τρίβολα» μπιλαντέρι,

της Σάτιρας κάνε κι εμέ

ν’ αναδειχτώ ξεφτέρι.

Κι όσο κι αν είναι οι στίχοι μου

με δίχως σημασία

κρέμαστους απ’ τις στήλες σου

να δουν αθανασία…»

 

    Στις 16 Φεβρουαρίου του 1956 η εφημερίδα Φωνή του Αιγαίου στη στήλη «Πένθη» γράφει: «έκλεισε ήρεμα τα μάτια ο αλησμόνητος ποιητής και μουσικός Ασημάκης Βεϊνόγλου. Έζησε και πέθανε εγκαταλελειμμένος, πονεμένος με μια πικρή απογοήτευση στα χείλη». Ο θάνατος τον βρήκε κάποιες μέρες πριν, στις 11 Φεβρουαρίου σε ηλικία 90 ετών. Τώρα, Φεβρουάριο του 2020, στον τόπο του Ασημάκη, σε καιρούς δύσκολους γεμάτους παγίδες, τερατολογία και μισαλλόδοξες κορώνες, κοιτάζοντας τον κόλπο της Γέρας αποφασίζω να μην γράψω βιογραφικό σημείωμα για τον Ασημάκη Βεϊνόγλου. Προτιμώ να προτρέψω εσένα που με διαβάζεις να ψάξεις να τον βρεις στο έργο του Αριστείδη Καλάργαλη Ασημάκης Βεϊνόγλου, ο ποιητής των ονείρων ή στα γραπτά του Μίλτη Παρασκευαϊδη.

    Σταματάω τη βόλτα ξέροντας πως έχω αποτύχει και υποκλίνομαι στον «σκουπιδά των ονείρων του» όπως αποκαλούσε τον εαυτό του στο ομώνυμο ποίημα.

    Τον μπαρμπέρη κιθαρίστα σκουπιδιάρη ποιητή.

Παναγιώτης Κ., «Για τον Ασημάκη Βεϊνόγλου», Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου (Λογοτεχνία της Λέσβου), Απρίλης 2020, τ. 4, σ. 104-109. 

Σχέδιο 1: Αλέξανδρος Καραβάς

Σχέδιο 2: Ελένη Ρουσοπούλου