Ζ. Δ. Αϊναλής / Θέσεις για μια ποιητική της ευθύνης: ΛΕΞ όρμα τους, γάμα την εικόνα τους

[Απόσπασμα]

Ο ΛΕΞ γράφει για όλους όσους έχουν χάσει τη φωνή τους, για όλους όσους δεν μπορούν να μιλήσουν, για όλους όσους δεν έχουν τίποτα πια.

Γράφει για τους ταπεινούς και πεινασμένους, για τους άφραγκους, για τους ανέργους, για τους μετανάστες, για τους φυλακισμένους, για τους κουρασμένους ανθρώπους με τα πολλά αδιέξοδα, για την πιτσιρικαρία που ξέρει πως δεν έχει κανένα μέλλον αλλά που δεν το βάζει κάτω και δεν απελπίζεται, για ανθρώπους με μεγάλα όνειρα και σπασμένα φτερά. Για τη «φύρα», τα «παιδιά απ’ τα διαλυμένα σπίτια», για τους ανθρώπους που «επιβίωσαν απ’ τη βία του να μην έχεις μία». Για όσους «ζουν τον έρωτα σε νοικιασμένα σπίτια / που ‘χουν κομμένα ρεύματα και απλήρωτα ενοίκια». Γράφει ακόμα και για τον φοιτητή που του την λέει:

 

«Μου λέει, γάμησε τους ράπερς, μίλα για τη ζωή,

Όροφο προς όροφο, γραμμή προς γραμμή,

Ωραία, ρευματοκλοπές, υποτροπές λογαριασμοί,

Ανεργία, αφραγκία, μπάτσοι, Χρυσή Αυγή,

Μεροκάματα του τρόμου, εξώσεις, πλειστηριασμοί,

Και η γειτόνισσα να λέει πως γίναμε γραφικοί,

Μην ρωτάς άμα το ζω, αδερφούλη το ζω,

Με τσιγάρα και σφυρίχτρα λίγο πριν τον σεισμό»

ΛΕΞ, «Πολυκατοικίες»

 

Κυρίως, όμως, ο ΛΕΞ, γράφει για τους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα άλλο στον κόσμο από τον εαυτό τους, για τους ανθρώπους που η μουσική του είναι η μοναδική παρηγοριά τους. Γράφει για τη δική του κοινότητα, «τ’ αδέρφια του», και τη δική του γενιά, «του ενενήντα γενιά»:

 

«Ρώτησε τ’ αδέρφια μου ένα-ένα

Δεν έχουν τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα

Τίποτα στον κόσμο σαν κι αυτούς

Τίποτα στον κόσμο σαν κι αυτούς

Ξέρουνε τους δρόμους σαν το σπίτι τους (απ’ έξω)

Έμαθα όσα ξέρω απ’ τους καλύτερους

Δεν φταίει το σχολείο για όσα μπόρεσα

Φταίει που πεινούσα και δεν χόρτασα

Βρήκα δέκα λέξεις και τις κόλλησα

Το rap είν’ ο πατέρας που δεν γνώρισα

Κολλημένος, κολλημένος, κολλημένος

Το τρέχω σαν να ‘μαι κυνηγημένος

Ο πλανήτης επικίνδυνο μέρος

Πώς γίνεται και νιώθω ευλογημένος;

PS4 στο νέο τσαρδί μου

Τώρα, μάνα, ζω απ’ τη μουσική μου

Πληρωμένοι όλοι οι λογαριασμοί μου (αμήν)

Θα πεθάνω αν δεν με νιώθουν οι δικοί μου

Όπως με κρίνω εγώ, ποιος θα με κρίνει; (κανείς)

«Τώρα, μάνα, ζω απ’ τη μουσική μου

Είν’ απ’ τον δρόμο και στον δρόμο θα μείνει (τσιμέντο)

Με φυλάει και μου λέει «έχεις ευθύνη»

Δεν έχω τίποτα στον κόσμο σαν εκείνη

Ελλάδα, ευχαριστούμε για την έμπνευση

Διασχίζουμε τους δρόμους σαν παρέλαση (δεν θέλεις)

Δέκα εκατομμύρια σαν κι εμάς

Να ξυπνάνε, να σου κλέβουνε το cash

Προσευχόμαστε γι’ αυτό σαν να πιστεύουμε

Ρώτησε τον Skive, μες στο studio χορεύουμε

«Κώτσο» μου ‘λεγες «εσένα εμπιστεύομαι»

Σου είπα «θα τα μοιραστούμε όταν τα καταφέρουμε»

Κερδίζουμε σ’ αυτό σαν να ‘ναι sport

23-10 χάνουνε στο score

Υγρή Θεσσαλονίκη, είναι το σπίτι μας (δικό μας)

Τρέχουν οι σταγόνες απ’ τη μύτη μας (αψού)

Όπου δούλευα, περνούσαν τα ξεφτέρια

Κλείνανε τα μάτια μου στα πιο πολλά νυχτέρια

Ήθελα φράγκα, ζεστά σαν καλοκαίρια

Σαν φαντάρος με μια απόλυση στα χέρια

Δεν κοιμόμουνα, αυτό το λέω πρόβλημα

Φοβόμουνα μη γίνω μια κηλίδα στο οδόστρωμα

Ξέρω τον κώδικα, όχι στα μικρόφωνα

Όσοι έκαναν δουλειές, πάντα μιλούσαν χαμηλόφωνα

Τώρα τα νώτα μου φυλάν μπας και ρεφάρουμε (όλοι τους)

Ποτέ τους δεν το λεν πριν να το κάνουνε

Ακόμα με ρωτάς για ποιους ραπάρουμε;

Γι’ αυτούς με τα NorthFace κι όσους δεν έχουν να τα πάρουνε

Είμαι παιδί αυτής της γης, δε θέλω βία

Δε βλέπω χρώματα, έχω αχρωματοψία

Δε φοβάμαι ποιος θα ‘ρθει να μου την πέσει

Με χαιρετάν σε γλώσσες που δεν ξέρω και μ’ αρέσει

Δεν έχω τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα

Τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα.»

ΛΕΞ, «Τίποτα στον κόσμο»

 

Η μουσική του, «που είναι από τον δρόμο και στον δρόμο θα μείνει» τον φυλάει και του λέει πώς «έχει ευθύνη». Ο ΛΕΞ είναι από τους λίγους σύγχρονους καλλιτέχνες που θέτει την ευθύνη για την τέχνη του, την ευθύνη για τον ίδιο και την κοινότητά του, σε καλλιτεχνικό επίπεδο, και για τον ίδιο και τα παιδιά του (για την επόμενη γενιά δηλαδή), σε ιστορικό επίπεδο, σε πρώτη προτεραιότητα. Πρόκειται για την προσωπική ευθύνη πρώτα-πρώτα απέναντι στον εαυτό του, ως άτομο και ως καλλιτέχνη, μια βαθιά ηθική στάση ζωής, που αναλαμβάνει στο ακέραιο τις συνέπειες των επιλογών και των πράξεών του («Κι έχω πάντα την ευθύνη για όσα πάθω», «Μουσική για τσόγλανους»). Ηθική στάση ζωής που στρώνει έναν δρόμο στον οποίο ο ίδιος οικειοθελώς δεσμεύεται να πορευτεί. Ο δρόμος δεν είναι προσωπικός και το γνωρίζει. Ο ίδιος μεσολαβεί για ν’ ανοίξει ο δρόμος, αλλά γνωρίζει -ή ελπίζει- πως δεν είναι παρά ένας αναβαθμός της πορείας, ο απαραίτητος συνδετικός κρίκος μεταξύ του παρελθόντος («Οι μεγάλοι δε με ξέχασαν, θυμούνται / με ξέρουν από τόσο δα και συγκινούνται») και του μέλλοντος («Οι μικροί πίνουν χημείες κι αιωρούνται, / με βαραίνουν όταν πάνω μου κρατιούνται.»). Ο ΛΕΞ τοποθετείται ιστορικά εντός του παρόντος του, με απόλυτη αυτογνωσία, διότι γνωρίζει πως αυτό είναι το χρέος του ως καλλιτέχνη. Χρέος που το επωμίζεται κι ας τον «βαραίνει». Καταλυτικό ρόλο σε αυτό παίζει η αγάπη και ο έλεγχος της κοινότητας. Αυτή η ευθύνη την οποία αισθάνεται απέναντι στ’ «αδέρφια του», που ξέρει «πως δεν έχουνε τίποτα στον κόσμο σαν κι εκείνον», τον γειώνει με την πραγματικότητα, τη δική τους και τη δική του. Η κοινότητα δεν τον κρίνει (άλλωστε: «όπως με κρίνω εγώ ποιος θα με κρίνει (κανείς)»), αλλά ο ίδιος στέκεται αυστηρός κριτής του εαυτού του διότι αισθάνεται υπόλογος απέναντι στην κοινότητα. Η στάση αυτή, ενστικτώδης και βιωματική, το ότι δηλαδή ο καλλιτέχνης είναι υπόλογος στην κοινότητά του, υπόλογος στην Ιστορία, υπόλογος στους γονείς του και στα παιδιά του, τονίζει την αίσθηση της αυστηρής ιστορικότητας και προοπτικής που διαποτίζει τους στίχους του ΛΕΞ και, ακριβώς επειδή έρχεται από μακριά, από τα βάθη των αιώνων της λαϊκής παράδοσης, βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το ασύδοτο εγώ της πλειοψηφίας των σύγχρονων καλλιτεχνών.

[Διαβάστε ολόκληρο το δοκίμιο στην έντυπη έκδοση του τρίτου τεύχους του περιοδικού που κυκλοφορεί]