Με λένε Παναγιώτη
Υπάρχει κάποιος στη Λέσβο που επιμένει
Να με φωνάζει Στέλιο.
Είναι τυχαίο το πώς λέγομαι.
Είναι τυχαίο πού γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Θα μπορούσα να είμαι αλλού
με άλλο όνομα.
Θα μπορούσα να λέγομαι
Τσέζαρε και κάποιος να επιμένει
Να με φωνάζει Τζουζέπε.
Μα δεν έχει σημασία.
Καμιά σημασία δεν έχει.
Κάποτε η Περσεφόνη είπε
«τα μάτια σου δεν κοιτάνε πουθενά».
Αμήχανος απάντησα «θα έρθω να σε βρω»
Και μετά – «πριν έρθω,
άσε με για λίγο να μυρίσω τις ανεμώνες».
Αχ, τα φυσίγγια της ζωής.
Οι μουσικές και οι φίλοι. Το φλογοβόλο της απόλαυσης.
Δες τον Προμηθέα.
Μην ξεχνάτε τον Προμηθέα παρακαλώ.
Γλεντάω ακατάπαυστα. Γλεντάω με μανία.
Με λένε κάπως.
Θα μπορούσα να λέγομαι αλλιώς.
Θα μπορούσα να ρωτήσω κάποιον:
Είχε τελικά
Ο Θάνατος τα μάτια της;
Δεν θα περιμένω απάντηση,
Δεν θα μετρήσω τις λέξεις που έγραψα,
Θα κοιτάξω μόνο πίσω.
Να δω το παιδί που έπαιζε
Και ταξίδεψε στο χρόνο για να αλλάξει το ερώτημα:
«Πες μου μανιακέ, έχει ο Θάνατος μυρωδιά;»
Το παιδί ήρθε όπως ήταν.
Με μπαλώματα στα ρούχα και πολλές ιδέες.
Ορεξάτο σκαρφαλωμένο στο δέντρο.
Θα μπορούσε να λέγεται κάπως
Ή κάπως αλλιώς
Ή να γεννιόταν και να μεγάλωνε αλλού.
Θα μπορούσε το παιδί
Να λέγεται Τζουζέπε, Κώστας, Σέζαρ, Ναζίμ
Ή ό,τι άλλο. Δεν έχει σημασία.
Θα ρώταγε ωστόσο μυρίζοντας
Τις ανεμώνες:
«Είχε τελικά -όντως-
ο Θάνατος τα μάτια της;»
Να ξέρεις εσύ που διαβάζεις τώρα
πως μαζί θα κάνουμε γενέθλια.
Με λένε κάπως και είναι τυχαίο.
Φωτογραφία: Δήμητρα Γλεντή
[Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα ποιήματα του Παναγιώτη Κ. στην έντυπη έκδοση του Τεύχους 1 του περιοδικού που κυκλοφορεί.]