[Μετάφραση – Επιμέλεια: Αλέξανδρος Καραβάς]
Δανειζόμενοι από διάφορους ορισμούς μπορούμε να πούμε ότι το χιούμορ συνδυάζει το παιχνίδι των λέξεων με την εννοιολογική σκέψη, σε μια απροσδόκητη μορφή λεκτικής έκφρασης που διεκδικεί την προσοχή μας. Αυτή την προσοχή θέλει να εξασφαλίσει ο Τζόυς στα γνωστά για την περιπλοκότητά τους έργα του. Το χιούμορ των έργων του αντλείται από τις πλούσιες φλέβες της Ιρλανδικής παράδοσης και έχει πολλές μορφές. Σύμφωνα με τον ίδιο «δεν υπάρχει ούτε μια σοβαρή γραμμή στον Οδυσσέα», το βασικότερο δε στοιχείο υφολογικής συνοχής στη σύνθετη δομή του, ελλείψει ενός δυναμικού σεναρίου ή κάποιας ομαλής αφηγηματικής ροής, είναι ίσως αυτή η διαρκής παιγνιώδης διάθεση που μας κρατά σε εγρήγορση απέναντι στις συνεχείς μικρές εκπλήξεις του κειμένου και διατηρεί την απαραίτητη συναισθηματική απόσταση, αντισταθμίζοντας την κάθε λυρική στιγμή με ελαφριά ειρωνεία. Πάντως, αν η πρόζα του διαπνέεται από διακριτικά ευφυή και αστείο λόγο, ο Τζόυς είχε σε εξίσου μεγάλη εκτίμηση το απλοϊκό και πηγαίο καλαμπούρι. Αυτό υπάρχει άλλωστε άφθονο στα πεντάστιχα λίμερικ, που έγραφε στο πόδι μόνος του ή με κάποιον καλό φίλο με στόχο κάποιο συγκεκριμένο άτομο, στα περίφημα γράμματα στη Νόρα, γενικά στα διασωθέντα γράμματα σε πολλά από τα οποία απαριθμεί με αυτοσαρκασμό τα ατελείωτα προβλήματά του σε φίλους, συγγενείς και υποψήφιους χρηματοδότες, αλλά και στα ποιήματα που θα δούμε παρακάτω. Πρόκειται για ποιήματα σταθμούς, γνωστά όχι τόσο για την καλλιτεχνική τους ποιότητα, όσο για την ένταση της σάτιρας και τη γλαφυρή καταγραφή ορισμένων πολύ σημαντικών καταστάσεων της ζωής του. Ένα άλλο οργανικό στοιχείο τόσο της πεζογραφίας όσο και των ποιημάτων του Τζόυς, είναι ο ρυθμός. Ίσως να μην υπάρχει άλλος συγγραφέας που να έχει εκμεταλλευτεί σε τέτοιο βαθμό τις δυνατότητες της παρήχησης, την ομοιοκαταληξία, τα leitmotif και να έχει καλλιεργήσει τόσο συνειδητά την μουσικότητα των φράσεων.
Είναι αυτό το θαυμάσιο χιούμορ και ο ρυθμός που επιχειρήθηκε να διατηρηθούν ζωντανά στις μεταφράσεις που ακολουθούν και οι όποιες ελευθερίες ως προς την ακριβή απόδοση των φράσεων πάρθηκαν προκειμένου να αποδοθούν όσο γίνεται καλύτερα τα ευφυολογήματα και να μην χαθεί η σφριγηλότητα, η ένταση και ο ρυθμός των πρωτοτύπων. Τα τρία ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ σφύζουν από ιλαρότητα η οποία πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τη ρίμα. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η ανελέητη σάτιρα, το απλό μέτρο, η «ηχηρή» ομοιοκαταληξία και το ότι πατάνε γερά στον πεζό λόγο και στην πραγματικότητα. Οι σημειώσεις που συνοδεύουν τα ποιήματα παρέχουν κάποιες στοιχειώδεις πληροφορίες, κυρίως για τα διάφορα Ιρλανδικά ονόματα που από μόνα τους δεν θα μπορούσαν να «μιλήσουν» με κάποιον τρόπο στον Έλληνα αναγνώστη. Είναι πάντως ενδεικτικά της κοινωνικής πραγματικότητας του τόπου και της εποχής των ποιημάτων, ούτως ειπείν του Δουβλίνου των αρχών του 20ου αιώνα, για το οποίο έχουν να πουν ιστορίες που διακλαδίζονται και χάνονται στο βάθος του χρόνου προσδίδοντας σε αυτά τα μικρά έργα χαρακτηριστικά ντοκουμέντου.
Πριν περάσουμε, όμως, στο κυρίως θέμα, θα πάρουμε μια γεύση από ένα ευχάριστο αν και κάπως βαρύ ορεκτικό. Πρόκειται για μια χαριτωμένη μουσική στιγμή από την παιδική ηλικία του συγγραφέα, σ’ ένα περιβάλλον που σύμφωνα με τον Στανισλάους Τζόυς (μικρότερο αδερφό του) θυμίζει μυθιστόρημα του Ντίκενς, έχει την αχλή της οικογενειακής ευτυχίας των εύπορων αστικών σπιτιών της βικτωριανής εποχής. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, με πολλά αδέρφια, υπηρέτριες και γκουβερνάντες, η θέση του πρωτότοκου Τζιμ είναι κεντρική και τα βλέμματα γονιών, οικογενειακών φίλων και συγγενών στραμμένα πάνω του. Ιδίως κάθε φορά που ο εξάχρονος δίνει στο φιλόξενο σπίτι τους μικρές παραστάσεις προς τέρψη των επισκεπτών. Ο πατέρας του, άνθρωπος με καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο και ερασιτέχνης τενόρος, τον συνοδεύει στη φωνή και η μητέρα του στο πιάνο. Το τραγούδι που ακολουθεί, μια χιουμοριστική μπαλάντα της εποχής, δεν είναι βέβαια δικό του, είναι όμως το αγαπημένο του:
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΚΕΙΚ ΤΗΣ ΜΙΣ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝ
Ένα απόγευμα στου σπιτιού μου την αυλή,
Ο ταχυδρόμος πέταξε μια επιστολή
Μια επίχρυση πρόσκληση μικρή:
«Γκίλχουλυ, έλα για τσάι, θα χαρούμε πολύ».
Ήξερα βέβαια ότι είναι απ’ τους Χούλιγκαν,
Έτσι πήγα, για χάρη της παλιάς φιλίας
Και η πρώτη μου δοκιμασία
Ήταν ένα κομμάτι απ’ το κέικ της Κυρίας.
Χορός:
Είχε δαμάσκηνο, κεράσια και μούρα
μοσχοκάρυδο, γαρύφαλλο, κίτρο,
σταφίδα και κανέλα πολύ
και σάλτσα φράουλας για γαρνιτούρα.
Είχε σπόρους κάραγουεϊ σ’ αφθονία,
που αποτελούν Εγγύηση για πόνο στο στομάχι,
Απ’ της Κας Χούλιγκαν τη δημιουργία
σκοτώνει άνθρωπο μια φέτα μονάχη
H Μις Μάλλιγκαν ήθελε να το δοκιμάσει,
αλλά όντως δεν υπήρχε τρόπος,
το μασούσε πάνω από μια ώρα,
και δεν ήτο ικανή να το δαμάσει.
Ώσπου ο Χούλιγκαν πήρε το τσεκούρι,
Και ο Κίλλυ ήρθε μ’ ένα πριόνι,
το κέικ αυτό μπορούσε να νικήσει
κάθε ανθρώπινο σαγόνι.
Η Μις Χούλιγκαν, περήφανη σαν το παγώνι,
Συνέχισε να χαμογελά και αλλού να βλεφαρίζει
Μέχρι που σκόνταψε στις μπότες του Φλάνιγκαν,
Και όλο το τσάι της στο πάτωμα σκορπίζει.
«Ω, Γκίλχουλυ» φώναξε, «δεν τρώτε κι είστε νηστικοί»,
Δοκιμάστε λίγο, για το καλό μου,
«Όχι, κυρία Χούλιγκαν», είπα,
Αλλά πολύ θα ήθελα να’ χω τη συνταγή.
Τον Mαλόνυ τον έπιασε κολικός,
Του Mακ Nάλτυ του πονούσε το κεφάλι,
Ο Mακ Φάντεν ξάπλωσε στον καναπέ,
Και είπε ότι ευχόταν να ήτανε νεκρός.
Η Μις Ντάλλυ έπαθε κρίση υστερίας,
Και έμεινε εκεί να τρέμει και να παραπατεί,
και όποιος άλλος γεύτηκε το κέικ της κυρίας
Θα έπαιρνε όρκο ότι είχε δηλητηριαστεί
Σκίτσο: Αλέξανδρος Καραβάς
[Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα το πλήρες κείμενο στην έντυπη έκδοση του Τεύχους 1 του περιοδικού που κυκλοφορεί.]