Ο ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΙ ΜΟΝΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΚΡΥΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ του 1930 στηριγμένος με τον δεξί ώμο στον παραστάτη του παράθυρου και κρατώντας στο αριστερό χέρι ένα μισοάδειο μπουκάλι βότκα
Κι όμως, φίλε μου,
η Επανάσταση ποτέ δεν υπήρξε, ούτε και θα υπάρξει.
Ήταν ένα ωραίο, μεγάλο όνομα
που πίσω του έκρυβε ο καθένας μας
όλα τα μικρά και τ’ ασήμαντα
που έπρεπε ο ίδιος ν’ αλλάξει.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι αυτοί και όλοι μας.
Ένας αιώνας μικροπρέπειες
κουράδια πετρωμένα.
Άκου πως γαυγίζουνε ανάστατα
στον δρόμο τα σκυλιά!
Θυμάμαι το 1916,
τότε που θέλησαν να με στείλουνε στα χαρακώματα σφαχτό
και μ’ έβαλαν τελικά να μαστορεύω τ’ αφτομόμπιλα,
κάτω από τα παράθυρά μου όλη τη νύχτα
γυρόφερναν μόνο χαφιέδες με τα μαύρα σουρτούκα τους
ζεσταίνοντας τα παπάρια τους περπατώντας
χουχουλιάζοντας τα ξυλιασμένα χέρια τους
τραβώντας πότε-πότε καμιά γουλιά βότκα.
Που και που περνούσαν τρίζοντας κάτι ελεεινά κάρα
κουβαλώντας σκουπίδια και πεθαμένους,
κανένας μεθυσμένος.
Πέρασαν κιόλας δεκατέσσερα χρόνια από τότε.
Τώρα μόνο τα σκυλιά γυρνάν τις νύχτες
κάτω από τα παράθυρά μου
μέσα στις σκουριασμένες σιδηροτροχιές των φλεβών μου
τα σκυλιά κι οι αναμνήσεις
που σέρνονται σα χλέπες στο πατημένο χιόνι.
Η ψυχή μου
o κόσμος
εγώ
διαλύονται
από χίλιες πλευρές
Γιατί
που να πάρει
ο διάολος
ΝΑ ΜΕ ΓΑΜΑΣ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟΣΟ, ΡΕ ΛΙΛΗ;
Γιατί να με σπρώχνεις και με τα δυο σου χέρια στον γκρεμό;
Αν είν’ οι άλλοι το περίστροφο
να ξέρεις
εσύ θα ‘σαι η σφαίρα!
Ποιος να μου το ‘λεγε πριν από κάποια χρόνια
πως θα ερχόταν μια εποχή
που θα ευχόμουν να πεθάνεις
να πεθάνεις
πριν με σκοτώσεις
να πεθάνεις.
Όχι, όχι δεν το εννοώ αυτό, το ξέρεις. Όχι.
Χίλιες φορές καλύτερα εγώ. Φαίνεται
δεν χωράμε κι οι δυο στον ίδιο κόσμο
στον ίδιο εκείνο κόσμο που οραματιστήκαμε
και που ριχτήκαμε κι οι δυο μας με τα μούτρα
φορώντας φόρμα εργατική να χτίσουμε.
Κάποτε κοίταζα μες στα μάτια σου κι έβλεπα μόνο τον θαυμασμό
για όλα όσα είμαι
σε κοίταζα μέσα στις κόρες των ματιών
κι έβλεπα να λάμπει Αστέρας Πολικός
η αγάπη σου για μένα.
Τώρα μονάχα περιφρόνηση ξερνούν τα μάτια σου στο κάθε βλέμμα.
Ούτε να σ’ ακουμπήσω δεν μ’ αφήνεις πια.
Κάθε μου άγγιγμα αποστρέφεσαι
κάθε υποψία τρυφερότητας.
Κρέας.
Κρέας είμαι για σένα πια. Μονάχα κρέας.
Αξίζω όσο αξίζουνε τα ρούβλια
που ταΐζω ακόμα που και που το πορτοφόλι σου.
Δε γαμιέται.
Σπαταληθήκαμε στεγνά κι οι δυο στην εποχή μας.
Σκίσαν με τις παλάμες τους με λύσσα τις πλάτες μας
τραβήξαν με τις γροθιές τους τις ραχοκοκαλιές μας έξω
φτιάξαν μ’ αυτές τα φλάουτα
που παιανίζουν τον Κομμουνισμό
στις νέες σοβιετικές μας μπάντες
ενώ εμείς χορεύαμε καταγής ασπόνδυλοι
μαλάκια άβουλα
στους βάρβαρους ρυθμούς τους.
Χτες ξύπνησα μέσα σε ξερατά και λέσια
όπως ο τελευταίος κοπρίτης του δρόμου.
Τέλος δεν έχει τούτη η κατρακύλα.
Να μην μπορώ ούτ’ έναν στίχο να σταυρώσω.
Πιάνω τον κοντυλοφόρο και κοιτώ όπως ο χάνος τη σελίδα.
Μες στο τσερβέλο μου αρχινά η καταιγίδα
και ξεστρατίζει σ’ άλλα πράγματα η σκέψη και μακραίνει.
Αρχινά το μυαλό να σκέφτεται και κοντοστέκεται σκιαγμένο.
Είμαι τ’ αποπαίδι μιας γενιάς απόκληρης, καμένης.
Κοιτώ μπροστά μου και θωρώ τον σκύλο ζόφο.
Βλέπω τα χτυπήματα να πέφτουνε σα σφαίρες
γαζώνοντας του Κομμουνισμού το λιανό κορμί.
Πίσω παρασπονδίες.
Προσπαθώ να χαμογελάσω ειρωνικά
με την αφόρητη κοινοτοπία της κατάστασής μου
και δεν τα καταφέρνω. Τα δόντια μου
γυαλίζουνε σαν της ύαινας στο σκοτάδι
σ’ έναν μορφασμό που μου παραμορφώνει το πρόσωπο.
Και να πω ότι δεν τα ‘βλεπα να ‘ρχονται καταπάνω μας,
εκτροχιασμένη λοκομοτίβα,
τα βλήματα των μελλουσών ημερών;
Έι, Βολόντια, μασκαρά, φουτουριστή της πλάκας!
Έι, χοπ, κάνε καμιά κυβίστηση να μετατοπιστεί
στον άξονα του ο κόσμος!
Ναι, ναι, τον οικοδομήσαμε, λέει, στο μεταξύ, τον Κομμουνισμό
με γιγάντιες δρασκελιές και χτυπήματα
με τη σφύρα πάνω στ’ αμόνι του κόσμου
μια νέα υφήλιος
κι ο σύντροφος Ουλιάνοφ -τώρα στάμπα-
κι ο σύντροφος Τζουγκασβίλι -τώρα τράμπα-
και μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
κουφιοδιχαλοκέφαλα πολιτικά σκουπίδια
πώς να με καταλάβουν;
Πώς να καταλάβουν;
Πέρασαν μέσα απ’ τη φωτιά και τίποτα δεν είδαν.
Εγώ πίσ’ απ’ τις ντάπιες του φουτουρισμού
έφερα μόνος μου τ’ Αύριο
με το σπαθί στο χέρι
με λύσσα πολεμώντας σ’ όλα τ’ αμπριά της εποχής μου.
Εσείς παρατάξατε τον Κόκκινο Στρατό στη στέπα
και τον αφήσατε να προελαύνει σαν τον οδοστρωτήρα
όταν μέσα στις πόλεις στα μετόπισθεν
του Βράνγκελ οι στρατιώτες βιάζαν τις εργάτριες
‘σφαζαν τ’ αμούστακα παιδιά
‘καιγαν βιβλία και σπίτια.
Κι εσύ στρατάρχη Τρότσκι, άει γαμήσου!
Πρόκριτε υποκριτή, της Επανάστασης παλιάτσε!
Λεπτό να μην θαρρήσεις πως ξεχνώ
την Ουκρανία και την Κροστάνδη!
Πλημμυρίζουν τ’ απόνερα ένα-ένα τα περάσματα της ψυχής μου.
Και τι δε θα ‘δινα να ‘σασταν δω να παίζαμε μπουνιές
Αλέξανδρε
Βελιμίρ
Σεργκέι
είμαι τελείως μόνος!
Σήμερα το πρωί ήρθε έν’ ανθρωπάριο της ΡΑΠΠ να μου μιλήσει
κάτι σα γλίσχρος γυμνοσάλιαγκας ωχρός γραφείου
συσπόταν και συστρεφόταν σαν το κωλάντερο σ’ ένα ξεκοιλιασμένο σώμα.
Ένιωσα τέτοια σιχασιά που έβαλα τα γέλια.
Έφυγε τρέμοντας ολόκληρος και με γροθιές σφιγμένες
γαυγίζοντας από μακριά τις απειλές σαν τον δαρμένο σκύλο.
Οι προσβολές με γαζώνουν απ’ όλες τις μεριές
και τα ραπίσματα πέφτουν απάνω μου σα βόλια.
Τσακίζω
καταμεσής του δρόμου
πέφτω στα γόνατα
πάνω στο μαύρο και λερό απ’ τα μυριάδες πόδια χιόνι
Εγώ
με το πουκάμισο ορθάνοιχτο
για να δεχθώ εξ επαφής στο μέτωπο
τη σφαίρα που σκοτώνει.
Πώς να σας πείσω
να πάψετε πια να χέζετε μες στην ψυχή μου, όρνια;
Όσο για κείνα τ’ άλλα που ‘γραψα
για μικροαστούς ποντικοκουραδόμυαλους
και γονυπετοκλάστες
ισχύουν όλα.
Μέχρι κεραίας.
Βάλτε λοιπόν του λόγου σας κι εσείς στον κώλο σας
το λείψανο της Επανάστασης
των υπουργείων τσουτσέκια
υπαλληλίσκοι οσφιοκάμπτες δουλοπρεπείς λακέδες
μισώ τα λαδωμένα ρούχα σας και τ’ άπληστά σας μάτια
τα λιγδωμένα χέρια σας και τα παχιά φαγιά σας
μικροί αστοί μικροί κεφαλαιούχοι
μικροί εισοδηματίες μικροί αφέντες
μικροί μικρούτσικοι εραστές
με τις έως θανάτου πληκτικές
μικρές μικρές ζωές σας.
Κωλώσατε πάνω εκεί που έλεγες
πως ήσαστε έτοιμοι πια να κάνετε
το πιο μεγάλο άλμα της ζωής σας.
Αποδειχτήκατε εντέλει ανάξιοι για τώρα και για πάντα.
Και λίγα σας έσουρα καταπώς φαίνεται μες στα ποιήματά μου.
Κι αν έγραψα και δεν έγραψα
στίχους πολλούς και ρωμαλέους.
Μόνο ποιήματα ποιητικής δεν έγραψα.
Τουλάχιστον, όχι όπως τα ‘χετε εσείς μες στο μυαλό σας
κόθορνοι καθήμενοι σ’ επικλινή καθίκια
σκύφτωντας όλο καταγής, μαζεύοντας καπίκια.
Κι άλλωστε γιατί θα ‘πρεπε
τι νόημα θα ‘χε κάτι τέτοιο;
Στο χαλινό του τρισχαρίεντος πούτσου μου τα ‘χω αυτά γραμμένα.
Ασκήσεις επί χάρτου για μοναχούς μουνοχοκλαψομούνηδες κλειτοριδοκολάπτες
ανήλιαγοι ανήλιαγων γραφείων γραφιάδες
δεινογραφειοκρατόσαυροι άρτι αποψυχθέντες από της Σιβηρίας τους πάγους!
Κατέβηκα ως τα κολχόζ για να με καταλάβετε
και βρήκα μόνο στάχτη.
Τώρα όμως που ανέβηκα σχεδόν ίσαμε την κορυφή κυρτός
απαυδισμένος και κατάκοπος
κι ενώ τα μάτια πια αντικρίζοντας Κρανίου Τόπο
τι είναι κείνο που περισσότερο επάνω μου βαραίνει;
Τέντωσα μέχρι τα άκρα της ψυχής μου τις χορδές τιτάνιες
και μία-μία τις έσπασα με τα τιτάνια ανοικονόμητά μου χέρια.
Ας το παραδεχτούμε λοιπόν
πως κάποιοι από μας φοβούνται να πελεκήσουν τα όρη
φοβούνται να τροχίσουν τα δόντια τους ροκανίζοντας τους γρανίτινους όγκους
φοβούνται ν’ ανοίξουν τρύπες στη γη να κατουρήσει τη λάβα της.
Εγώ δεν στάθηκα ποτέ μου ένας απ’ αυτούς
έπιασα την υφήλιο και την έπαιξα στα χέρια μου μπεγλέρι.
Τώρα σκοντάφτω στα γιγάντια πόδια μου,
όταν τανιέμαι συσπάται το σύμπαν.
Πώς να με χωρέσει η πυγμαία Ερ-Εσ-Εφε-Σερ σας;
Κι ας έδωσα κι εγώ το αίμα μου
μέσα στους πρώτους πρώτος
για να χτιστεί εδώ στης Γης το καρδιοκάρφι
η Πολιτεία των Ίσων.
Το βογκητό της θύελλας τριγύρω δυναμώνει.
Κι αυτόν τον μυκηθμό, το βουητό, τον κουρνιαχτό
από της Ιστορίας τις Δίκες
πώς γίνεται κι ούτε ένας σας δεν δύναται να τον ακούσει;
Ή μήπως αυτόν τον άλλον πόλεμο που έρχεται καλπάζοντας
να σφάξει και να σβήσει τον Άνθρωπο απ’ τον χάρτη;
Τυφλοί εσείς κουφοί και άλαλοι
μόνο Εγώ τον βλέπω, τον ακούω;
Μονάχα Εγώ έχω λαλιά να τον σημαίνω;
Σταυρός η Επανάσταση, ο Έρωτας σταυρός, σταυρός οι Ανθρώποι.
Φτύνω ένα-ένα τ’ αγκάθια μου στις μάπες σας κανάγιες
ίσαμε να γυμνώσω της καρδιάς μου τον καρπό
και να μπορείτε να τον φάτε.
Να δω πόσοι αιώνες θα περάσουνε
ίσαμε να χωνέψουν τα στενορύμια των κλούβιων εγκεφάλων σας
αυτά τα πέντε πράγματα που ήρθα να σας πω.
Φέγγει το χάραμα άχαρα
πάνω απ’ τις στέγες της σκουριασμένης Μόσχας.
Κίτρινη σα χολή ξημερώνει η μέρα και πάλι.
Τα μάτια μου εκβάλλουν τέσσερις Βόλγες αίμα.
Και στα δικά σας χείλη
μόνο η κατάρα ανθίζει και τ’ ανάθεμα.
Εικόνα: Ελένη Ρουσοπούλου
Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, τ. 3 (Οκτώβρης 2019), σ. 54-62.